Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

Almost blue...

 

Δεν είναι πρώτη φορά, που όλα συσσωρεύονται, με μια ορμή γύρω σου. Δεν είναι πρώτη φορά, που δοκιμάζονται οι αντοχές σου. Η φράση: ενός κακού δοθέντος μύρια έπονται, είναι κατά το ήμισυ σωστή, καθώς αφαιρούμε μια ουσιαστική παράμετρο, εκείνη της μετάθεσης των προβλημάτων, που μένουν μετέωρα κι “ασφαλή” σε κάποιο τεταρτημόριο του εγκεφάλου. Έτοιμα, όμως στην πρώτη συμπίεση μιας απρόβλεπτης κατάστασης να εμφανιστούν στο σύνολο, δίνοντας τη λαθεμένη εντύπωση της αρχαίας φράσης του Σοφοκλή.

Δεν είναι η πρώτη φορά, που η μετάθεση, κυοφορείται στην αναμονή κι αναποφασιστικότητα μας, δίνοντας την αίσθηση της ακυβερνησίας.

Κι αν έχουμε ξανά και ξανά βρεθεί στα μέσα ενός ωκεανού, να σφυροκοπούμαστε από κύματα, δε μάθαμε από τη θάλασσα, δε μάθαμε να ταξιδεύουμε στα ρηχά.

Κάθε φορά, όμως, καθώς τελειώνει η μέρα, κι αφοπλίζουμε από πάνω μας την πανοπλία του εύθραυστου μαχητή, η γαλήνη της νύχτας σε συνοδεία με ό,τι μας ανήκει, αυτά τα μικρά κι ασήμαντα δικά μας, είναι τα μόνα εφόδια για να πιστέψουμε σ' έναν κόσμο που απουσιάζει,

Η νύχτα, ακόμα και τα θεριά τα εξημερώνει, όταν κοιτάζουν τον ουρανό, όταν κοιτάζουμε σε άλλη κατεύθυνση από την περπατημένη.

Δημήτρης Ι. Ευθυμίου

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2020

Θα μπορούσε, και είναι, εν άγνοια μας μια χαμένη, αξόδευτη ζωή. Γιατί το χθες, το σήμερα και το αύριο πατικώνονται ανυποψίαστα πάνω στα ίδια ίχνη της συνήθειας, σε σημείο που με το χρόνο γίνονται τόσο βαθιά, που δε μπορούμε να σηκώσουμε ανάστημα.

Ξοδεύουμε αυτό το πολύτιμο δώρο της ζωής, υποταγμένοι στους κανόνες των άλλων, στις οργανωμένες κοινωνίες που επιβάλλουν προς όφελος τους το δικό μας ψαλίδισμα, αφαιρώντας ενθουσιασμό, δημιουργία. Οποιαδήποτε ανατροπή των δεδομένων, θεωρείται από το σύνολο επικίνδυνο για τη σωστή ομαλότητα. Μια κοινωνία που επιβραβεύει τους πιστούς του συντηρητισμού, που περιθωριοποιεί το διαφορετικό, γιατί προσβάλει την κανονικότητα.

Οι εκτός του κύκλου, είναι οι άπιστοι του συστήματος, εκείνοι που πρέπει να διώκονται για να μην ταράξουν τα ήρεμα νερά των θεσμών.

Ξοδεύουμε ανυποψίαστα χρόνο, ζωή, στιγμές, αργοπεθαινούμε διατηρώντας τις διδαχές των άλλων, ξοδεύουμε ότι ονειρευόμαστε προς χάριν μιας απρόσωπης έκφρασης στερεοτύπων και καλουπώνουμε ακόμα και τα παιδιά στα ίδια παραδομένα μιας κοινωνίας, που επιθυμεί να μην σπάσει ο αλάνθαστος μηχανισμός μιας δουλείας ανυποψίαστης, μα αποτελεσματικής στην αφαίρεση χρόνων.

Κι ο χρόνος πάνω στον καρπό, να μας οριοθετεί τα όρια μιας υπολογίσιμης ημέρας.

Και το απρόβλεπτο να ελοχεύει, όπως η σκιά μας που μας ακολουθεί σαν πιστό σκυλί.

Κι εμείς, που δε ζήσαμε όσα επιθυμήσαμε , θυσιάζοντας μια ζωή που δε γνωρίσαμε.

Δημήτρης Ι. Ευθυμίου


Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2020

 

Το να επαληθεύεται η σκέψη της εφηβείας με την ηλικία που πλησιάζει στα μισά ενός αιώνα, είναι απλά ένα χάσιμο χρόνου, όσο κι αν αυτά τα χρόνια επιβεβαίωσαν την τραγικότητα, μια τραγικότητα που ορίζει τον άνθρωπο ατελή και καταστροφικό.

Να ζεις σημαίνει να εθελοτυφλείς απέναντι στις διαστάσεις σου, έγραφε ο στοχαστής Εμίλ Σιοράν, κάτι που μπορεί να ερμηνευθεί μέσα από μια πολυδιάστατη ερμηνεία σκέψεων και τοποθετήσεων.

Εθελοτυφλούμε πολλάκις, όπως στην αδιαφορία απέναντι στους αδύναμους, συντηρώντας το εγώ μας, εθελοτυφλούμε σε ότι δε μας ανήκει ή σε ό,τι προσπερνάμε μέσα στον ήδη ασταθή εσωτερικό μας κόσμο, διαφυλάσσοντας έναν εύθραυστο κι ετοιμόρροπο οικοδόμημα ψευδαισθήσεων. Τα χωρίς θεμέλια μιας κινούμενης ουτοπίας προδίδουν την κατάρρευση μιας ασφάλειας, που είναι έτοιμη στην πρώτη γενναία διαπίστωση ν' αλλάξει τα δεδομένα μας,

Μ' ένα φύσημα αέρα συνειδητότητας, τα πάντα αλλάζουν.

Ο άνθρωπος όμως επιθυμεί, τη συντήρηση του κύκλου του και των παραδόμενων του, τρομάζοντας στην όποια αλλαγή επιφέρει η αλήθεια. Άλλωστε και η ίδια η αλήθεια, ερμηνεύεται με εργαλεία αυτοσυντήρησης κι όχι με την παρατήρηση και με τις ανάγκες, αφού κι αυτές ενδέχεται να επηρεάσουν το οικοδόμημα μας.

Η ατέλεια του ανθρώπου, είναι και η καταδίκη του, αυτοκαταστροφική και καταστροφική για το σύνολο της ανθρωπότητας. Μόνη διέξοδο, η ρήξη, η μεγάλη ρήξη όσων έχει λαθεμένα δημιουργήσει γύρω του.

Δημήτρης Ι. Ευθυμίου

 

Ο Μαγιακόφσκι συνάντησε πρώτη φορά την Τατιάνα Γιακόβλεβα προσπαθώντας να ξεχάσει τη Λίλι Μπρικ, τον μεγαλύτερο -μέχρι τότε- έρωτα της ζωής του. Η Τατιάνα ήταν μόλις 22 ετών και συναντήθηκαν στον προθάλαμο ενός παρισινού ιατρείου.
Εκείνη ήταν πολύ όμορφη: ψηλή, ξανθιά, με ασιατικά μάτια, ξεχώριζε στον κύκλο των ρώσων εμιγκρέδων. Σχεδίαζε καπέλα, φορούσε φανταχτερά κοσμήματα, ενώ ενθουσιαζόταν με τους τίτλους ευγενείας. Αμέσως εντυπωσίασε τον σωματώδη ποιητή:
«Φανταστείτε/ Μια ομορφονιά στη σάλα/να μπαίνει/ με γούνες/ και χάντρες στολισμένη. Εγώ/ πήρα είδηση την ομορφονιά/κι είπα/-άραγε μίλησα σωστά/ ή μήπως λάθεψα:-/-Συντρόφισσα,/ έρχομαι απ’ τη Ρωσία,/ στη χώρα μου σ’ όλους είμαι γνωστός….».
Έτσι, την περιγράφει στο ποίημα που της αφιέρωσε με τίτλο «Γράμμα στον σύντροφο Κοστρόφ από το Παρίσι για την ουσία του έρωτα» (μετ. Στ. Αργυροπούλου).
Δεν είχαν τίποτα κοινό οι δύο τους. Εκείνη ανήκε στους Λευκούς και ήταν αυτοεξόριστη, λεπτή κι εκλεπτυσμένη, μεγαλωμένη με την ποίηση του Πούσκιν και του Τιούτσεφ, δεν μπορούσε να καταλάβει την αψιά ποίηση, τους οργισμένους στίχους του Μαγιακόφσκι, του ορμητικού «παγοθραυστικού» της νεαρής σοβιετικής ποίησης.
Γενικά, δεν μπορούσε να αποδεχτεί ούτε τα λόγια που της έλεγε στη σύντομη κοινή ζωής τους. Οργισμένος, παρορμητικός, πάντα κόντρα όχι μόνο στο ρεύμα μα σε όλα, άνθρωπος που ζούσε σαν να μην υπάρχει αύριο, ο Μαγιακόφσκι τρόμαζε την Τατιάνα με το ασυγκράτητο πάθος του. Δεν την συγκινούσε ούτε η σκυλίσια του αφοσίωση, δεν την γοήτευε η δόξα και η φήμη του. Η καρδιά της παρέμεινε αδιάφορη απέναντί του. Ο Μαγιακόφσκι γύρισε μόνος του στην Μόσχα, καθώς αρνήθηκε να τον ακολουθήσει.
Από αυτόν τον έρωτα απέμεινε η πίκρα και το αίσθημα του ανεκπλήρωτου στον Μαγιακόφσκι, ενώ σ’ εμάς κληροδότησε το μαγικό εκείνο ποίημα «Επιστολή στην Τατιάνα Γιάκοβλεβα»: («Σ’ ανόητες κουβέντες/ μη δίνεις βάση, /μη φοβάσαι/ αυτόν τον κραδασμό/ εγώ δαμάζω,/ χαλιναγωγώ εγώ/ τα αισθήματα/ των βλαστών της αριστοκρατίας…».)
Σ’ εκείνη απέμειναν τα λουλούδια.
Ο Μαγιακόφσκι κατέθεσε όλα τα έσοδα που είχε από τις εμφανίσεις του στο Παρίσι σε μια τράπεζα, στο λογαριασμό ενός γνωστού ανθοπωλείου με την εντολή, κάθε βδομάδα 2 – 3 φορές να παραδίδουν στη Τατιάνα ανθοδέσμες από ασυνήθιστα λουλούδια, ορτανσίες, μαύρες τουλίπες, ορχιδέες και χρυσάνθεμα. Το ανθοπωλείο με ευλάβεια ακολούθησε τις εντολές του Μαγιακόφσκι και κάθε φορά έστελνε πανέμορφα μπουκέτα λουλουδιών. Ο άνθρωπος που τα παρέδιδε, κάθε φορά μπροστά στην πόρτα, παραδίδοντας τα λουλούδια έλεγε «Από τον Μαγιακόφσκι».
Το 1930 ο Μαγιακόφσκι αυτοκτόνησε. Η είδηση τη συγκλόνισε, κόντεψε να καταρρεύσει. Είχε πια συνηθίσει τις απρόσμενες εισβολές στη ζωή της, ήξερε πως παρόλο που ήταν μακριά της, έστελνε λουλούδια. Δεν έβλεπαν ο ένας τον άλλο, μα και μόνο το ότι γνώριζε πως κάπου υπάρχει ένας άνθρωπος που την αγαπάει τόσο πολύ, ήταν καθοριστικός παράγοντας στη ζωή της. Δεν ήξερε πια πως θα ζήσει, χωρίς αυτόν τον γεμάτο τρέλα έρωτα, ενσαρκωμένο στα λουλούδια.
Μόνο που η εντολή που είχε λάβει το ανθοπωλείο, δεν ανέφερε τίποτα σχετικά με το τι θα πρέπει να κάνει στην περίπτωση θανάτου του ποιητή. Έτσι, την επομένη του αγγέλματος του θανάτου του, η πόρτα χτύπησε κι ακούστηκε πάλι η φράση «Από τον Μαγιακόφσκι».
Τα λουλούδια συνέχισαν να έρχονται κατά τη δεκαετία του ’30 όταν πια εκείνος είχε πεθάνει, αλλά και το 1940 όταν πια τον είχαν λησμονήσει στη Ρωσία. Στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, ο Τατιάνα κατάφερε να επιβιώσει πουλώντας στο δρόμο τα λουλούδια που συνέχισαν να έρχονται. Χάρη στις λέξεις «σ’ αγαπώ» που εξέφραζαν αυτά τα λουλούδια, σώθηκε από την πείνα.
Ήρθε η απελευθέρωση. Οι Ρώσοι μπήκαν στο Βερολίνο. Οι ανθοδέσμες συνέχιζαν να έρχονται. Έβλεπε τους ανθρώπους που έφερναν τα λουλούδια να γερνούν και να συνταξιοδοτούνται. Οι νεότεροι που αναλάμβαναν αυτή την αποστολή, ήξεραν πια πως βλέπουν ένα ζωντανό θρύλο και πάντα χαμογελώντας συνωμοτικά έλεγαν με σοβαρότητα «Από τον Μαγιακόφσκι».
Η ιστορία αυτή κυκλοφορούσε σε διάφορους κύκλους της ρωσικής διασποράς, αλλά και της σοβιετικής διανόησης επί δεκαετίες. Έτσι όταν ο μηχανικός Αρκάντι Ρίβλιν βρέθηκε στο Παρίσι, θέλησε να επιβεβαιώσει την ιστορία που είχε ακούσει από την μητέρα του.
Η Τατιάνα Γιάκοβλεβα ζούσε και δέχτηκε με χαρά τον συμπατριώτη της ένα απόγευμα. Συζητούσαν για ώρα πολλή πίνοντας τσάι.
Το μικρό άνετο σπίτι της ήταν γεμάτο λουλούδια. Ο νεαρός μηχανικός δεν ένιωθε άνετα να ρωτήσει τη Τατιάνα αν ισχύουν όλα όσα λέγονται σχετικά με τον έρωτα της νιότης της. Βασανίστηκε πολύ μέσα του, μα στο τέλος δεν άντεξε και την ρώτησε αν είναι αλήθεια πως τα λουλούδια του Μαγιακόφσκι της έσωσαν τη ζωή κατά τη διάρκεια του πολέμου. Μήπως ήταν ένας ακόμη αστικός μύθος; Πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό τόσα χρόνια;
Η Τατιάνα του απάντησε: Πιείτε το τσάι σας, με την ησυχία σας. Δεν πιστεύω να βιάζεστε;
Λίγες στιγμές αργότερα χτύπησε το κουδούνι. Η Τατιάνα άνοιξε την πόρτα κι αντίκρισε μία μεγάλη ανθοδέσμη ιαπωνικών χρυσανθέμων. Ένας νεαρός άντρας είπε με σοβαρή φωνή: «Από τον Μαγιακόφσκι».

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020

Η αντίληψη του χρόνου

Έτσι που είναι φτιαγμένος ο κόσμος, η μεγαλύτερη απώλεια είναι η αίσθηση της φθοράς. Η αντίληψη, αίσθηση του χρόνου και η επακόλουθη συντριβή μας. Σε σημείο, που αυτό το τρομακτικό οικοδόμημα της σύγχρονης κοινωνίας, αφήνει ελάχιστα περιθώρια αλλαγής, αντίστασης.
Τη μόνη στιγμή, που η αντίληψη ανυψώνεται, είναι όταν ο χρόνος μας επιβάλει το απροσδιόριστο.
Στην τραγικότητα των δυσάρεστων γεγονότων, πάσης φύσεως, διαπιστώνουμε το χαμένο ξόδεμα της ζωής.
Εκείνη τη στιγμή, το οικοδόμημα αντικατοπτρίζει στης αγωνίας το βλέμμα, τη θλίψη, το τέλος, κυρίως όμως τη ματαιότητα, πως πήραμε τη ζωή μας λάθος.
Κι ο χρόνος, που δεν υπήρξε ποτέ φιλικός, συνέργησε με όλους τους νόμους της κοινωνίας για να μας φανερώσει την τραγικότητα.
Θρησκεία, νόμοι κράτους, στερεότυπα, δεδομένα, παραδομένα, όλα εκτελεσμένα με μαεστρία στην αφαίρεση, χρόνου, χρόνων, ζωής.
Κι όπως μάθαμε, δασκαλεύουμε τα παιδιά μας, πάντα για το αναγκαίο που είναι θηλιά βελούδινη. Πάντα με διδαχές, που οδηγούν στη στειρότητα των ονείρων, αλλά στη δημιουργία καλών πολιτών.
Έτοιμα κι αυτά να παραδώσουν τους κανόνες της τραγικότητας.
Μα η φθορά, ελλοχεύει, παραμονεύει μέχρι την εφηβεία και ξεκινά το τρόχισμα στην πρώτη ενηλικίωση.
Και πίσω από τα μάτια, κάποιου που βλέπει το τέλος, αντανακλάται η αδυναμία μας, η ανικανότητα μας ν' αντισταθούμε σε όσα μας επιβάλλονται, σε όσα μας διδάσκονται, σε όσα μας οδηγούν στη σφαγή, γιατί πρόκειται για μια καλά ενορχηστρωμένη σφαγή των δίποδων αμνοεριφίων.
Δημήτρης I. Ευθυμίου

Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2020

Αχ! Να γυρνούσες στην αταξία, και ο κόσμος στην δική του.
Η ασυμμετρία θυμίζει νιότη.
Τηρεί την τάξη μόνον όταν η κατάσταση επιδεινώνεται.
Τότε μέσα σου θα ποθήσεις το μέλλον, και κάθε σκαλοπάτι της ακατοίκητης σκάλας των καταπιεσμένων δυνατοτήτων, θα σε οδηγήσει στα ύψη με ένα χαρούμενο ίδιο συναίσθημα.
Γιε της ένθερμης ωδής, θα αποκηρύξεις την τεράστια μήτρα.
Τα ηλιοστάσια φυλακίζουν τον διάχυτο πόνο σ΄ένα σκληρό διαμαντένιο κόσμημα.
Η κόλαση στα μέτρα τους, κομμένη από τρίφτες μετάλλων, θα κατέβει νικημένη στην άβυσσο της.
Μπροστά στη νέα λησμονιά, μοναδικό σύννεφο στον ουρανό θα είναι ο ήλιος.
Ας πούμε ψέματα με ελπίδα σ΄αυτούς που ψεύδονται ότι η καταγεγραμμένη αθανασία είναι ταυτόχρονα πέτρα και μάθημα.
René Char (μετφρ.: Ανδρονίκη Δημητριάδου)


Κι όμως, με τον καιρό
μαθαίνεις
πως το χρώμα των ματιών
σβήνει στο αντιφέγγισμα
της αλήθειας
και πως η αλήθεια
δε δυσκολεύεται να σε πληγώσει
και πως ο πόνος
που δε φανερώνεται
είναι εκείνος που κουβαλάς
μέχρι να κλείσεις τα μάτια
για τις απώλειες
του χρόνου,
για κάθε απώλεια
για κάθε δισταγμό
για κάθε υπομονή
ν' αντέχεις.
Και μαθαίνεις
με τη θλίψη ενός παιδιού
στο σώμα ενός ενήλικα
για τα μικρά σου βήματα
για τη δυσκαμψία να παλεύεις,
πως αποδοχή σε όλα
ισοδυναμεί με τα ναυάγια των πλοίων
που δεν πρόλαβαν να κάνουν
ταξίδια
Και περιμένεις,
μια ζωή περιμένεις
το απροσδόκητο
να 'ρθει
χωρίς καμιά προσπάθεια
αποδεχόμενος τα ευαγγέλια των άλλων
τις προτιμήσεις των άλλων
τα στερεότυπα μιας κοινωνίας
που από παιδί σε ντύνει
με το φανελάκι του καθωσπρεπισμού
που σε ξεβρακώνει σε κάθε μικρή σου
αντίσταση
που σε περιθωριοποιεί
αν δεν έχεις ραφτείς στα μέτρα τους.
Με τον καιρό
μαθαίνεις
πως η αγάπη
δεν τεμαχίζεται
και πως η ανθρωπιά
δεν είναι μερική απασχόληση
Πάντα
μαθαίνεις,
σε κάθε τριγμό
σε κάθε ανάσα
σε κάθε θλίψη
χωρίς να διαπιστώνεις
την τραγικότητα
του χρόνου
που σου ξεφεύγει
καλπάζοντας.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου
Οι σκέψεις που συντάσσονται, άλλοτε σ' ένα κομμάτι χαρτί ή στην οθόνη του υπολογιστή, είναι μια σμίκρυνση του μεγαλείου που στροβιλίζεται μέσα στο κρανίο. Μεγαλείο, για το μέγεθος της ικανότητας να καταγράφει ακατάπαυστα, να δημιουργεί, να διηγείται, ν' απορρίπτει, να ταξιδεύει, να ονειρεύεται, να διαψεύδει, να συνθλίβεται. Ο κόσμος των σκέψεων, στο μεγαλύτερο πολυσύνθετο εγκεφαλικό σύμπλεγμα, είναι η μόνη αλήθεια που διηγείται χωρίς φωνή, χωρίς αποδέκτη. Δημιουργεί περιστροφικές, επαναλαμβανόμενες ιστορίες, απελευθερώνει κάθε ηθικό φραγμό, εξωραΐζει την πραγματικότητα και συγκρούεται στον εσωτερικό βουβό μονόλογο με τον λόγο, λίγο πριν φύγει από τις φωνητικές χορδές. Κριτής κι αποδέκτης, θύμα και θύτης, πόλοι που ενώνονται κι απομακρύνονται, που καταλήγουν σε ομόκεντρους κύκλους.
Το μεγαλείο, το τερατώδες μεγαλείο, είναι τ' απόκρυφα νοητικά διηγήματα, οι εσωτερικές ιστορίες, που πλάθουν οι σκέψεις, εκεί, που το ποιος είσαι, αναγνωρίζεται μέσα στα 1200 γραμμάρια του εγκεφάλου και παραμένουν δέσμια της πραγματικότητας, καλά φυλασσόμενα, καλά ελεγχόμενα, δημιουργώντας τη μεγαλύτερη έλλειψη, απ' αυτό που είναι ζωή.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2020

Να προσέχετε τους ανθρώπους που σωπαίνουν
κείνους που μέσα στο μόχθο της ζωής
κρατάνε τα πάντα σα φυλακτό
όπως κι εκείνους που σπάνε μέσα τους
αλλά δεν το φανερώνουν,
είναι σαν τα σπουργίτια του ποιητή (Κ. Μόντη)
που παίζουν με τις ρόδες του αυτοκινήτου
και φεύγουν μισή στιγμούλα πριν τα πατήσουν.
Έτσι έχει η ιστορία για κάποιους
χάνονται μέσα σε μια στιγμή,
χωρίς τον παραμικρό θόρυβο.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου
Πόσο λίγο ζήσαμε
πόσο ανόητοι
κι αργοπορημένοι
διαπιστώνουμε,
πως ο χρόνος
πάντα θα μας
κερδίζει
Δ.Ε
Μια μάχη που δίνεται
με αντίβαρα του παρελθόντος
τότε που ήσουν παιδί
δεν σ' αφήνουν να πετάξεις.
Κάνεις
χάζι τα πουλιά
όνειρο μεγάλο
να θες να τους μοιάσεις.
Δ.Ε
Ψίθυροι μέσα από τις σχισμές των φύλλων
καθώς ο αγέρας βρίσκει τρόπο να εισχωρήσει
ψίθυροι ολημερίς μέσα στο κρανίο μου
που η μάνα με χέρια αγγειοπλάστη
μου έπλασε.
Τα τιτιβίσματα των πουλιών
το τρίψιμο της θάλασσας πάνω από τα βότσαλα
ακόμα κι ο άπιαστος ήχος των σωμάτων από την τριβή
στέκουν στα ράμφη των αποδημητικών πουλιών
που βρήκαν φωλιά κάτω από τα κοφτερά νύχια
των σκέψεων
για όσα υποφέρει ο κόσμος
για όσα υποφέρω
μια ταλαιπωρία για το αδιέξοδο
στα πρόσωπα όσων απουσιάζουν από την καθαρότητα,
για κάθε μορφή τυραννίας που νερώνει τα όνειρα.
Ψίθυροι, από τις απώλειες, για όσους ζωή δεν έχουν
το διορθωτικό του χρόνου που παίζει με το απροσδόκητο
ζάρια.
Ταξίδια κάτω από το χώμα
για προορισμούς που μας ανήκουν στης μνήμης το καταγραφικό
και πουθενά αλλού αφού κανείς δε γύρισε
να μας γλυκάνει το τέλος.
Ψίθυροι στ' αυτιά των ερωτευμένων,
το δισκοπότηρο
που υγραίνει το πάθος
και το κάνει ένα με τη θάλασσα.
Κάπου όλ΄αυτά συνυπάρχουν στο βυθό
της θάλασσας
εκεί που οι σκέψεις στέκουν απόρθητες
σαν τα μεγάλα ναυάγια
που κανείς ποτέ τους δεν είδε.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2020

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2020

Είμαι μονάχος κι είμαι δύο
Είμαι κι η μήτρα κι ο σπορέας
Είμαι η έννοια κι είμαι το σημείο
Είμαι το θύμα κι ο σφαγέας
Είμαι και ξίφος και θηκάρι
Είμαι κι η θέα κι η ματιά
Είμαι κι αλήθεια και σκοτάδι
Είμαι το ξύλο κι η φωτιά
Είμαι κι ο πλούσιος κι ο γυμνός
Είμαι κι ο στόχος και το βέλος
Είμαι ο ικέτης κι ο βωμός
Είμαι μια αρχή κι είμαι ένα τέλος.

Στέφαν Γκεόργκε
(από Το άστρο του δεσμού, 1913)

Κάτω απ' το σκληρό και απροσπέλαστο καβούκι
των ανθρώπων
νόημα δεν υπάρχει
οι μορφές της ύπαρξης ποικίλουν
και η αιτία διαφέρει,
οι αφορμές μέσα στα στάχυα του μυαλού
δεν βρίσκουν το νήμα της αρχής
αφού κι αυτή γέννηση δεν έχει
κάθε σκέψη είναι το τέκνο
μιας άλλης
αιφνίδιας ή σκεπτόμενης προσαρμογής
πάνω στον γυάλινο χαρακτήρα
που έχει ρωγμές από τα πέρα δώθε
λογικής και αυθορμητισμού.
Μια θάλασσα που δε γνωρίζει
τα κέφια των ανέμων
μια ψυχή που δέχτηκε να πάλλεται
στον ρυθμό του άγνωστου
καθολικεύοντας που και που
τα σύννεφα
για να ξεφύγει
απ' όσα ο χρόνος
φθείρει.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου
Ανασηκώνει αργά το φουστάνι της η νύχτα
όπως μια γυναίκα με νάζι κι ομορφιά
που ξέρει πως κατέχει.
Για να φανεί το φως της μέρας
θα περάσουμε από τον γυμνό αστράγαλο
τα λιγοστά αστέρια που χάνονται
και τα μεγάλα καράβια που 'χουν βρει
απάγκιο αντίκρυ απ' το παράθυρο
με λαμπιόνια και φώτα,
σημάδια μιας νύχτας
που χάνονται στης νιότης το ξημέρωμα.
Τα τελευταία χνώτα
θα γίνουν ένα με τους στεναγμούς
θα μουσκευτούν από τους ατμούς του καφέ
και θα πλαγιάσουν κάτω από το μαξιλάρι
έτοιμα θα 'ναι ξανά
καθώς τα νυχτοπούλια
ετοιμαστούν απόψε
καθώς όλα
θα χωρέσουν ξανά και ξανά
στον κύκλο της ζωής.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου
(ανάμεσα στις 6 το πρωί με 7 και κάτι...)

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2020

Ο χρόνος δεν ξοδεύεται
με της ευφυίας τη λεπίδα
ή με των επιθυμιών το υπόκωφο
άκουσμα
φτιάχνει από νωρίς τις στάχτες
και μας σκεπάζει τα μάτια
για να διαβαίνουμε στα ίδια
χνάρια της συνήθειας
ζωγραφίζοντας γοργά
κι άτσαλα το πέρασμα των χρόνων
και στα κλεφτά
πίσω από τα σκοτεινά δρομάκια
ν' απλώνει το πόδι
και να μας παίρνει τη ζωή
μ' ένα φυσημάτακι στ' αυτιά
και μια βαθιά εκπνοή
της τελευταίας μας ανάσας.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου

Να μιλήσω για την ποίηση του Λουκά, θα ήταν σχεδόν εύκολο, για τον λόγο, πως αν κάτι σου αρέσει, σου ταιριάζει, σε εμπνέει, σου φέρνει εικόνες και συναισθήματα, τότε ναι, αξίζει να ειπωθεί, να διαβαστεί, να ταξιδέψει.
Μα η ποίηση, όπως και κάθε δημιουργία, μιλάει από μόνη της, αποκτά το δικό της κοινό, κάνει τη δικιά της διαδρομή, αδιαφορεί για τους κριτές και κάθε λογής ειδικούς και διανοούμενους.
Υπάρχει και κάτι όμως, πέρα από την ποίησή του, ένα αξίωμα ανθρωπιάς, εκείνο που δίνει μια ολοκλήρωση και δεν διαχωρίζει τον δημιουργό από τον άνθρωπο. Όταν ταυτίζεται η αξία του ανθρώπου με το έργο του, τότε, οι αναγνώστες τυγχάνουν μια δυναμική ασύλληπτης ομορφιάς, να είναι κερδισμένοι από την αυθεντικότητα των συναισθημάτων, κερδισμένοι πως όσα διαβάζουν, αναβλύζουν από τα έγκατα της ψυχής του, πως μεταφέρονται με πόνο, με οδύνη, με πάθος, με μελαγχολία από τις αρτηρίες της καρδιάς, τότε, αφηνόμαστε στην ανάγνωση, χωρίς να 'χουμε
να προσθέσουμε τίποτα άλλο, γιατί τίποτα άλλο δε χρειάζεται.
Να ταξιδέψει φίλε μου...
(Δημήτρης Ι. Ευθυμίου)
Μέσα από τον ήχο που αφήνουν τα ποτήρια
μέσα από εκείνο το βαθύ κόκκινο
του κρασιού,
Πέμπτη βράδυ
μιλήσαμε και οι τρεις μας για την ομορφιά
που έγινε ποίηση
καθώς ο δάσκαλος,
είπε:
“Κοιτάτε αυτό το πρόσωπο
αυτή ήταν η ομορφιά μου
να ξυπνάς και να βραδιάζεις
κοιτάζοντάς την”
Και δε χρειάστηκε να προσθέσουμε
τίποτα άλλο, όλα είχαν ειπωθεί
για την ομορφιά.
Δημήτρης I. Ευθυμίου