Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2019

«Η ζωή μας μία φορά μάς δίνεται, άπαξ, που λένε, σα μία μοναδική ευκαιρία.
Τουλάχιστον μ’ αυτήν την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξαναϋπάρξουμε ποτέ.
Και μείς τι την κάνουμε ρε, αντί να τη ζήσουμε;
Τι την κάνουμε; Τη σέρνουμε από δω κι από κει δολοφονώντας την…
Οργανωμένη κοινωνίαοργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις.
Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις;
Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος, πώς να οργανώσεις τα συναισθήματα…
Ετσι, μ’ αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες;
Ολο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ’ την αρχή.
Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν «αξίες», σαν «ηθική», σαν «πολιτισμό».
Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να παίξουμε και να χαρούμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας…
Ολα, όλα τα αφήνουμε για το αύριο που δε θα ‘ρθει ποτέ…
Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για εμάς…
Ομως το αφήσαμε για αύριο…
Για να πάμε πού;
Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στο θάνατο, και μεις οι μ…, αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ’ τη ζωή μας, χαιρόμαστε.
Ξέρεις γιατί;
Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας.
Την καταντήσαμε έναν καθημερινό, χωρίς καμία ελπίδα ανάστασης, θάνατο, διότι αυτός είναι ο θάνατος.
Ο άλλος, όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας, όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς, δεν είναι θάνατος, είναι μετάβαση, είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές, στις οποίες, αν εδώ, σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός, αν δε δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί θα δώσεις χάρη και ομορφιά, όπως η Μαρία που φούνταρε προχτές από την ταράτσα για να μην πεθάνει.
Ηρθανε να την πάρουν και η Μαρία είπε το όχι με τον πιο αμετάκλητο τρόπο.
Πήγαμε στην κηδεία της και τι άκουσα τον παπά να λέει: «Χους ει και εις χουν απελεύσει». Και τότε κατάλαβα πως η Μαρία σώθηκε. Του χρόνου, όλα τα στοιχεία της, που τα κράτησε ζωντανά σε τούτη τη μορφή ζωής, θα γίνουν πανσέδες, δέντρα, πουλιά, ποτάμια»…
Χρόνης Μίσσιος

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2019

Δεν είναι ακόμη παρά μιά ελάχιστη άλως, κανένας δεν την βλέπει, όμως αυτός το ξέρει ότι από κει θα 'ρθεί η πυρκαγιά, μία τεράστια πυρκαγιά θα 'ρθεί, κι αυτός, καταμεσής της, θα πρέπει να τα καταφέρει, να συνεχίσει όπως πριν να ζει (Πώς πάει; Καλά, κι εσείς;), αφανισμένος απ'το ευσυνείδητο και αδηφάγο πυρ.
Henri Michaux
Να μείνουμε μόνοι
γιατί μόνοι γεννηθήκαμε και πορευτήκαμε
μέσα στης οχλοβοής τον ίσκιο.
Γιατί η απάτη που μας δόθηκε για έναν ωραίο κόσμο
σε γλυκό ποτήρι
μούσκεψε τα χείλη μας στης εφηβείας την ελπίδα
λεκιάστηκε όμως καθώς οι πρώτες άσπρες τρίχες
χάιδεψαν τ' αυτιά μας.
Αλήθεια, πόσα περιμέναμε; πόσα επιθυμήσαμε; Και πόσα όνειρα
χάθηκαν πίσω από τις αχτίδες του ήλιου ενός επίμονου χειμώνα
εκείνου που κατοικούσε από πάντα στης καρδιάς τον καρπό.
Άνθρωποι της νοσταλγίας
άνθρωποι της ευαισθησίας
έτσι μας ονόμασαν όσοι πορεύτηκαν χωρίς ήττες
όσοι ακολούθησαν πιστά της συντήρησης τον δρόμο
εκείνοι που αποδέχτηκαν τον κόσμο κι έγιναν όμοιοι
πιστά αντίγραφα ενός λεπτοδείκτη που δε σταμάτησε ποτέ του
να αισθανθεί, να νιώσει τις συντριβές της ανθρωπότητας
την αμετάβλητη ασχήμια ενός κόσμου που νοσεί
και συντηρείται από την ασθένεια της ψυχής.
Μόνοι
μέσα σ' ένα δωμάτιο
σταθμευμένοι,
ταξιδιώτες μιας ανάγκης
μιας δίψας για όσα αγγίζει το όνειρο
για όσα γκρεμίζονται μ' ένα φύσημα ανέμου
για όσα αυτός ο κόσμος σου νοθεύει.
Όλα μετακινούνται στον ίδιο ρυθμό
μιας στείρας κοινωνίας
κι εγώ ακόμα παιδί
με μια ρόδα ποδηλάτου να γυρίζω τα όνειρα
να γυρίζω τον κόσμο
και να σκοντάφτω στης πραγματικότητας
τα ορθωμένα τείχη.
Μόνοι
όπως ο λύκος που απομακρύνεται από την αγέλη
και που γυρίζει – γυρίζει
μέσα στης σιωπής
των υπόκωφων λυγμών του.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου
Κοιτάζω τα μάτια των ανθρώπων, μήπως κι εκεί μέσα αντικρίσω το ακατέργαστο, το αυθεντικό αντιφέγγισμα μιας ωραίας ψυχής.
Δ.Ε
Καμιά φορά, τέτοια εποχή, όταν είσαι μόνος, μου αρέσει να στέκομαι με τα γόνατα στη ζεστή άμμο, δίπλα στην ακροθαλασσιά, και σκέφτομαι πως όλα αντέχονται, αρκεί μέσα σ' αυτή τη σιωπή, η θάλασσα να σε ραντίζει με ανάσες.
Δ,Ε


Η αυλαία πέφτει. Το τελευταίο μπάνιο, κάθε χρόνο γίνεται και πιο νωρίς. Μεγαλώνουμε, μια διαπίστωση που έμμεσα σε αποτραβάει, σε αποσύρει κάθε χρόνο και νωρίτερα. Αυτός ο υποσυνείδητος φόβος, δημιουργεί μια άμυνα, μια αυτοσυντήρηση καθώς ο αέρας σου δροσίζει το πρόσωπο, σου ανατριχιάζει το σώμα. Arrivederci, και όχι αντίο, για όταν θα ξανάρθει το καλοκαιράκι, όταν τα χελιδόνια με την επιστροφή τους θα σε φέρουν ξανά εκεί που ανήκεις.