Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

Όλα είναι μια συνήθεια, όλα κινούνται αδιάκοπα μέσα εκεί, διαγράφοντας ομόκεντρους κύκλους, ακόμα κι ευχές. Τα ευχολόγια, που μπορεί και να τα πιστεύουμε, χωρίς όμως να δίνουμε την ανάλογη προσοχή αφού δεν μας ανήκουν, δεν μας επηρεάζουν, δεν μας αγγίζουν, όσο το δικό μας μικρό σύνολο μένει άθικτο (για όσο) από φθορές. Ίσως γι' αυτό, ακόμα και η καλή χρονιά, ηχεί αδύναμα, σαν τραγουδάκι των ημερών που απλά υπάρχει, γιατί ξανά βρεθήκαμε σ' αυτές τις ημέρες, όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή, στο κέντρο της γιορτινής επανάληψης.
Η καλή χρονιά, που περιμένουμε, σαν τον λαχνό της Πρωτοχρονιάς, που μόνο ένας θα τον κερδίσει, όπως θα επιθυμούσε για τη ζωή του.
Μια νέα χρόνια, διακατέχεται απ' το απρόβλεπτο, καλό ή άσχημο, ανάλογα που θα κάτσει η μπίλια της ρουλέτας του χρόνου. Αν θα είμαστε ακόμα δω, ζωντανοί κι ευλογημένοι γιατί υπάρχουμε, γιατί υπάρχουν οι άνθρωποι που αγαπάμε, γιατί έχουμε μια δουλειά κι ένα σπίτι.
Και δεν είναι λίγο, αν αναρωτηθούμε πως αυτή η ασφάλεια, αυτή η συνήθεια δε μεταβάλλεται, πέραν της αργής και ύπουλης φθοράς.
Για έναν ακόμη χρόνο θα είμαστε μεγαλύτεροι και χωρίς απώλειες, στην καλύτερη των περιπτώσεων. Όχι, δεν είναι λίγο, ακόμα και γι' αυτούς που ονειρεύονται και νιώθουν άβολα για της στασιμότητας το δίχτυ, για τη μόνιμη ακαμψία να ξεφύγουν.
Δεν είναι λίγο, μόνο, που πίσω από τη σταθερή ακολουθία των παλμών, πίσω από της θέρμης το σπίτι, υπάρχει και το δίπλα, το παραδίπλα, το έξω από τον κύκλο μας. Εκεί που η καρδιά αγγίζει ίσα – ίσα τον κόσμο.
Το μέγεθος της δυστυχίας, η απελπισία, η μοναξιά, η απώλεια. Το μέγεθος ενός κόσμου που ανοιγοκλείνει τα μάτια, που αισθάνεται με μέτρο, χωρίς πολλά – πολλά, χωρίς να συμμετέχει, χωρίς να συνεργεί εκεί που η ανάγκη κάνει κρότο. Εκεί που όσα συμβαίνουν είναι μακριά μας. Από απόσταση τα συναισθήματα και μαντρωμένες οι ευαισθησίες, να μη μας ξεφύγουν.
Όλα είναι μια συνήθεια, ακόμα κι ο πόνος του άλλου, αφού αυτά τα μικρά τσιμπηματάκια κρατούν για λίγο, όσο λίγο κρατά η ζωής μας, χωρίς κανένα νόημα ύπαρξης. Η συντέλεια της ανυπαρξίας μας.
Κι έρχεται ξανά, το νέο έτος, με μια ρυτίδα στο πρόσωπο και δεκάδες διαβρώσεις στη ψυχή, για τις απώλειες της χρονιάς που μας αφήνει. Κι έρχεται, το νέο έτος, μ' έναν υπόκωφο λυγμό για τα πολλά που δειλιάσαμε, για τις αποστάσεις που πήραμε, για το μικρό μπόι της καρδιάς, για την αδιαφορία να είμαστε άνθρωποι, να είμαστε άνθρωποι, αν σημαίνει κάτι, αν ποτέ σήμαινε κάτι.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2019

O καιρός, ξεχειλώνει, απλώνει τα χρόνια του
πάνω στο σώμα το φρέσκο
το υποδουλώνει με το γήρας
κάτι φυσικό κι αναμενόμενο.
Αναρριχάται αθόρυβα
καταλαμβάνει τους νευρώνες
και λαθεμένα
μιλάμε για ωριμότητα
των ενήλικων.
Συνήθως, με τα χρόνια
εδρεύει η τοξικότητα
διάφορα οξέα κρανιακού εκκρίματος
αλλιώς δε θα μιλούσαμε για έναν κόσμο
τόσο άθλιο και δύσοσμο
αλλιώς η γερουσία
οι γερουσιαστές
θα 'χαν φτιάξει έναν παράδεισο
κι όχι την κόλαση
των ζωντανών.
Ο καιρός, περνάει, χωρίς αντίληψη
χωρίς ενδιαφέρον
χωρίς προσπάθεια βελτίωσης
σαπίζει νωρίς
σκουληκιάζει γρήγορα
και μολύνει
την αγνότητα
την ανθρωπιά
την αξιοπρέπεια.
Περνάει φίλοι μου
ο χρόνος
αριθμοί καβαλικεύουν το αύριο
που γίνεται σήμερα
που έγινε χθες
καθώς σας γράφω.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2019

«Η ζωή μας μία φορά μάς δίνεται, άπαξ, που λένε, σα μία μοναδική ευκαιρία.
Τουλάχιστον μ’ αυτήν την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξαναϋπάρξουμε ποτέ.
Και μείς τι την κάνουμε ρε, αντί να τη ζήσουμε;
Τι την κάνουμε; Τη σέρνουμε από δω κι από κει δολοφονώντας την…
Οργανωμένη κοινωνίαοργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις.
Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις;
Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος, πώς να οργανώσεις τα συναισθήματα…
Ετσι, μ’ αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες;
Ολο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ’ την αρχή.
Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν «αξίες», σαν «ηθική», σαν «πολιτισμό».
Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να παίξουμε και να χαρούμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας…
Ολα, όλα τα αφήνουμε για το αύριο που δε θα ‘ρθει ποτέ…
Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για εμάς…
Ομως το αφήσαμε για αύριο…
Για να πάμε πού;
Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στο θάνατο, και μεις οι μ…, αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ’ τη ζωή μας, χαιρόμαστε.
Ξέρεις γιατί;
Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας.
Την καταντήσαμε έναν καθημερινό, χωρίς καμία ελπίδα ανάστασης, θάνατο, διότι αυτός είναι ο θάνατος.
Ο άλλος, όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας, όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς, δεν είναι θάνατος, είναι μετάβαση, είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές, στις οποίες, αν εδώ, σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός, αν δε δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί θα δώσεις χάρη και ομορφιά, όπως η Μαρία που φούνταρε προχτές από την ταράτσα για να μην πεθάνει.
Ηρθανε να την πάρουν και η Μαρία είπε το όχι με τον πιο αμετάκλητο τρόπο.
Πήγαμε στην κηδεία της και τι άκουσα τον παπά να λέει: «Χους ει και εις χουν απελεύσει». Και τότε κατάλαβα πως η Μαρία σώθηκε. Του χρόνου, όλα τα στοιχεία της, που τα κράτησε ζωντανά σε τούτη τη μορφή ζωής, θα γίνουν πανσέδες, δέντρα, πουλιά, ποτάμια»…
Χρόνης Μίσσιος

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2019

Δεν είναι ακόμη παρά μιά ελάχιστη άλως, κανένας δεν την βλέπει, όμως αυτός το ξέρει ότι από κει θα 'ρθεί η πυρκαγιά, μία τεράστια πυρκαγιά θα 'ρθεί, κι αυτός, καταμεσής της, θα πρέπει να τα καταφέρει, να συνεχίσει όπως πριν να ζει (Πώς πάει; Καλά, κι εσείς;), αφανισμένος απ'το ευσυνείδητο και αδηφάγο πυρ.
Henri Michaux
Να μείνουμε μόνοι
γιατί μόνοι γεννηθήκαμε και πορευτήκαμε
μέσα στης οχλοβοής τον ίσκιο.
Γιατί η απάτη που μας δόθηκε για έναν ωραίο κόσμο
σε γλυκό ποτήρι
μούσκεψε τα χείλη μας στης εφηβείας την ελπίδα
λεκιάστηκε όμως καθώς οι πρώτες άσπρες τρίχες
χάιδεψαν τ' αυτιά μας.
Αλήθεια, πόσα περιμέναμε; πόσα επιθυμήσαμε; Και πόσα όνειρα
χάθηκαν πίσω από τις αχτίδες του ήλιου ενός επίμονου χειμώνα
εκείνου που κατοικούσε από πάντα στης καρδιάς τον καρπό.
Άνθρωποι της νοσταλγίας
άνθρωποι της ευαισθησίας
έτσι μας ονόμασαν όσοι πορεύτηκαν χωρίς ήττες
όσοι ακολούθησαν πιστά της συντήρησης τον δρόμο
εκείνοι που αποδέχτηκαν τον κόσμο κι έγιναν όμοιοι
πιστά αντίγραφα ενός λεπτοδείκτη που δε σταμάτησε ποτέ του
να αισθανθεί, να νιώσει τις συντριβές της ανθρωπότητας
την αμετάβλητη ασχήμια ενός κόσμου που νοσεί
και συντηρείται από την ασθένεια της ψυχής.
Μόνοι
μέσα σ' ένα δωμάτιο
σταθμευμένοι,
ταξιδιώτες μιας ανάγκης
μιας δίψας για όσα αγγίζει το όνειρο
για όσα γκρεμίζονται μ' ένα φύσημα ανέμου
για όσα αυτός ο κόσμος σου νοθεύει.
Όλα μετακινούνται στον ίδιο ρυθμό
μιας στείρας κοινωνίας
κι εγώ ακόμα παιδί
με μια ρόδα ποδηλάτου να γυρίζω τα όνειρα
να γυρίζω τον κόσμο
και να σκοντάφτω στης πραγματικότητας
τα ορθωμένα τείχη.
Μόνοι
όπως ο λύκος που απομακρύνεται από την αγέλη
και που γυρίζει – γυρίζει
μέσα στης σιωπής
των υπόκωφων λυγμών του.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου
Κοιτάζω τα μάτια των ανθρώπων, μήπως κι εκεί μέσα αντικρίσω το ακατέργαστο, το αυθεντικό αντιφέγγισμα μιας ωραίας ψυχής.
Δ.Ε
Καμιά φορά, τέτοια εποχή, όταν είσαι μόνος, μου αρέσει να στέκομαι με τα γόνατα στη ζεστή άμμο, δίπλα στην ακροθαλασσιά, και σκέφτομαι πως όλα αντέχονται, αρκεί μέσα σ' αυτή τη σιωπή, η θάλασσα να σε ραντίζει με ανάσες.
Δ,Ε


Η αυλαία πέφτει. Το τελευταίο μπάνιο, κάθε χρόνο γίνεται και πιο νωρίς. Μεγαλώνουμε, μια διαπίστωση που έμμεσα σε αποτραβάει, σε αποσύρει κάθε χρόνο και νωρίτερα. Αυτός ο υποσυνείδητος φόβος, δημιουργεί μια άμυνα, μια αυτοσυντήρηση καθώς ο αέρας σου δροσίζει το πρόσωπο, σου ανατριχιάζει το σώμα. Arrivederci, και όχι αντίο, για όταν θα ξανάρθει το καλοκαιράκι, όταν τα χελιδόνια με την επιστροφή τους θα σε φέρουν ξανά εκεί που ανήκεις.

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019

Η πρώτη μέρα φθινοπώρου, άργησε. Θα περίμενα ακόμα λίγο καλοκαίρι. Δεν λέω αντίο, στη θάλασσα, στις ζεστές βέργες του ήλιου, ίσως, σε λίγες μέρες από σήμερα να τη χαιρετήσω, όπως κάθε χρονιά, με ένα τουβλάκι μελαγχολίας στο κάστρο που έφτιαξα από παιδί, το απόρθητο αυτό κάστρο της ζωής μου. Έξω, μύρισε βροχή, άχνισε το χώμα, και οι σταγόνες κάνουν κύκλους καθώς σκάνε στο μπαλκόνι, κύκλοι που χάνονται κι επαναλαμβάνονται γοργά ή αργά, όσο ο ουρανός δεν μας φανερώνει τις διαθέσεις του.
Στον ορίζοντα, στο τέλος της θάλασσας που το βλέμμα φθάνει, ο ουρανός ανοίγει τα παράθυρα του,
μας συμπονεί για το άξαφνο μπουρίνι, για το πως μας βύθισε στο γκρίζο της διάθεσης, για το πως μας αναγκάζει να θυμηθούμε τον ερχομό της επόμενης εποχής, για το πως πρέπει να συνηθίσουμε το τέλος του καλοκαιριού.
Οι ελιές, με τον αέρα στα φόρτε του, χορεύουν λίγο άτσαλα, πάλλονται κι αυτές, όπως το μοναδικό όργανο του σώματός μας, που αντιστέκεται, αρνούμενο να δεχθεί την επανάληψη μιας δύσκολης χειμωνιάτικης χρονιάς.
Σε μια ώρα, ο κρυμμένος ήλιος θα αφαιρέσει τη δύση του από τα μάτια μας, τα σύννεφα διεκδίκησαν την ημέρα, την πολιόρκησαν.
Αυτές οι κατακτήσεις της φύσης, μιας φυσικής συνέπειας, θα γίνουν αποδεκτές, ίσως γιατί η γοητεία της φύσης δεν έχει τελειωμό, κυριαρχεί η απεραντοσύνη της, η ομορφιά της.
Θα νυχτώσει νωρίτερα σήμερα, θα νυχτώνει νωρίτερα κάθε μέρα, μέχρι να ξαναγίνει φως, μέχρι η ρόδα του χρόνου να σταθεί ξανά στην Άνοιξη. Κι όσο είμαστε ζωντανοί, όσο αναπνέουμε, θα νιώθουμε τυχεροί, για όσα τα μάτια και η καρδιά ανταμώνει. Είμαστε ακόμα δω, κι αυτό είναι κάτι παραπάνω από το ελάχιστο.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

Δεν υπάρχει γαλήνη να εξισορροπεί τη θλίψη, αφού η πραγματικότητα, ολοένα και πιο συνειδητά σου φανερώνει την ασχήμια του κόσμου. Είναι στην ατελή φύση του ανθρώπου να ποδοπατά, να κατακρεουργεί οτιδήποτε αναπνέει, οτιδήποτε βρίσκεται μπρος του, γι' αυτό άλλωστε η αναγνώριση της πραγματικότητας είναι μια απογοήτευση χωρίς τέλος, μια θάλασσα αναστεναγμών που δεν σ' αφήνει ήσυχο ν' αναπνεύσεις. Ν' αντέχεις, ν' αντέχεις τα χτυπήματα, να υπομένεις την ηλιθιότητα και την κακία, και ν' αναρωτιέσαι για της διαπίστωσης τη βεβαιότητα πως έτσι ήταν, έτσι είναι κι έτσι θα είναι, όσο ο εισβολέας αυτής της γης θα κυριαρχεί λεηλατώντας την ομορφιά.
Ένα φύλλο, σχεδόν γκρίζο, στροβιλίζεται, το ακολουθείς με τα μάτια, ύστερα βιαστικό από του αέρα την πνοή τρέχεις ξοπίσω του να το προλάβεις, ξαποσταίνει για λίγο σ' έναν βράχο που έχει μείνει πάνω του ξερό αλάτι και πριν το αγγίξεις, ξανασηκώνεται, πέφτει στη θάλασσα και σιγά – σιγά με τη δικιά του πλώρη κάθεται στο πρώτο βότσαλο, κι αλλάζει χρώμα, όπως οι εποχές, όπως η ματιά σου απέναντι στην ανθρωπότητα, που νοσεί, που δεν μεταβάλλεται, που δεν εξελίσσεται, που δεν ονειρεύεται.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου
Κάποτε, θα μ' ανακατέψω. Θα φέρω ανάποδα τον κόσμο μου. Τα εντόσθια θα τ' ανεβάσω στο κρανίο και τον εγκέφαλο θα τον βυθίσω στην καρδιά. Κι έχω την πεποίθηση, πως εκείνος ο νέος κόσμος, θα είναι στολισμένος με πανιά στα πνευμόνια, που ακούραστα θα με κινούν μπροστά, χωρίς σκέψεις, χωρίς συστολές, χωρίς βεβαιότητες, χωρίς πολλά – πολλά. Ένα νέο είδος, που θα ξέρει, πως να ζει.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2019

Κάθε νύχτα, ο νους
σε κερνά αδιέξοδο
με μια φέτα χλωμού φεγγαριού
κρεμασμένη σ' ένα γλυκόπικρο ποτήρι.
Μα θα 'θελα
στον καλπασμό των κυμάτων
της ψυχής
να 'ρθει μιαν άλλη νύχτα
ξάστερη με χιλιάδες αστέρια
ίδια μ' εκείνην της παιδικής αφέλειας
τότε που το αδύνατον ξεθώριαζε
μέσα στης λαχτάρας τη θέληση
για έναν κόσμο φτιαχτό από της επιθυμίας
τα όνειρα.
Μα περισσότερο απ' όλα
θα 'θελα
της γαλήνης το άγγιγμα
να μου χαϊδέψει τα μαλλιά
να γευτώ ξανά το κενό
τη ξηρασία των σκέψεων
δεμένος σ' ένα σώμα,
κερδίζοντας στο παρά πέντε
τη χαμένη μου ζωή.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2019

Τα τσιγάρα μου είπες, θα μας τελειώσουν
όπως ο καθαρός ουρανός
του καλοκαιριού
που καταπίνει τα σύννεφα
και τότε
πάνω στη θάλασσα θα κείτονται
κάτι φθινοπωρινά φύλλα
οι στεναγμοί μας,
που βρήκαν στην αλμύρα
τον σωστό τους αποδέκτη.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2019

Τα χρόνια, ναι αυτά τα κινούμενα, αστραπιαία κι ασύλληπτα χρόνια. Αυτά που καθώς σκύβεις να τα μυρίσεις, χάνονται, μαραίνονται και κάποτε πέφτουν και γίνονται ένα με το χώμα, ένα με το νερό, ένα με τον ουρανό.
Και καθώς γίνεται αντιληπτή η φθορά, καθώς αναγνωρίζεται η κίνηση, το ξεθώριασμα, καθώς ακόμα και η διαπίστωση, ναι κι εδώ, η διαπίστωση πως όλα μετακινούνται κάτω από την ίδια βαρετή, κουραστική ευθεία, που δε σε λοξοδρόμησε όπως θα επιθυμούσες, παρατηρείς ως θεατής όσα περιστρέφονται γύρω σου, άλλοτε μέσα στα όνειρα, άλλοτε όταν τα μάτια παραμένουν ανοιχτά και στέρεα στο κενό, που έχει πολλά να πει, πολλά που δε λέει, πολλά που ίσως ποτέ να πει.
Τότε αναγνωρίζεις το πρόσωπό σου, την απροσπέλαστη ενδυμασία της ευαισθησίας, έναν ακραίο μαζοχισμό που κι εδώ ξέρεις πως κουβαλάς από παιδί, τότε που πρώτο είπες “αυτός ο κόσμος δεν μου αρέσει”, “αυτός ο κόσμος δεν πρέπει να πονά”.
Κι όλα γύρω έχουν την εξήγησή τους, όλα γύρω δείχνουν τη θυσία σου, μια θυσία όμοια μ' εκείνην του θανάτου, μιας ζωής χαμένης, που θέλεις να κερδίσεις, ακόμα και τώρα, κάπου στα μέσα του χρόνου σου, λίγο πριν από το τελευταίο βαγόνι, που τρέχεις αλαφιασμένος να πιάσεις.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019

Η κατάδυση το ξέρουμε, οδηγεί στα έγκατα
στο σκοτάδι,
στο αβέβαιο παρόν και μέλλον
γιατί εκεί ακόμα και η σκιά αποκτά το σκυλί της
μαύρο σαν κάρβουνο
αθόρυβο και μουγκό
γιατί όλα αναβλύζουν μέσα μας.
Κι ο μίτος της Αριάδνης, χάνεται κάτω από τα νύχια μιας γάτας
γάτα που 'χει το πρόσωπο της συνείδησης
κι έχει για παιχνίδι το γδάρσιμο των αρτηριών της καρδιάς,
αυτά τα ενοχλητικά κενά διαστήματα μιας μη παθολογικής αιτίας
που σταματά το χρόνο, την αναπνοή.
Άντε μετά αν χαθείς, ν' ανέβεις
ν' αναρριχηθείς
αφού και η ευαισθησία
με τα βαρίδια της σε αποσπά από το ξέφωτο.
Μα κάθε φορά
εκείνο το διάφανο κλαδί που βρίσκει τρόπο
να ξεχύνεται μπρος από τα χέρια σου
την τελευταία στιγμή
σ' ανασηκώνει.
Η ζωή ακόμα κι όταν δεν αντέχεται
έχει τη γλυκιά γεύση του κρασιού
το άρωμα των αγριολούλουδων
και του ήλιου τις αχτίδες
να σε βαστάνε
απ' το μετέωρο επόμενο σου βήμα.
Το να ζεις, είναι ένα στοίχημα
το να το κερδίσεις, είναι το επόμενο
που ακόμα δε γνωρίζουμε.

Δημήτρης Ι. Ευθυμίου

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2019

Δεν ξέρω αν αυτό το καλοκαίρι
που τελειώνει χλομό
και με το φρύδι κατεβασμένο
οφείλεται στην υποκειμενική συντριβή
της προσμονής
για ένα φεγγάρι αλλιώτικο
για μιαν ανατροπή των πελμάτων
μακριά από τα γνώριμα ίχνη.
Αν η ψυχή που βρυχάται
δεν ήταν τόσο ευάλωτη κι εύθραυστη
στον πηγαιμό των μεγάλων ταξιδίων
ή αν οι επιθυμίες που φουσκώνουν πνευμόνια
και πανιά στα όνειρα
δεν ήταν βαρκούλες χάρτινες στης μέρας το ξέφωτο;
Αυτό το καλοκαίρι
είναι η ιστορία ενός ενήλικα
που δαγκώνει το τυρί της παγίδας που στήνει δω και χρόνια
ο ίδιος πόνος μιας γιγαντόσωμης μελαγχολίας
καθώς μετρά τις ουλές του χρόνου πάνω στο σώμα
την ώρα που δύει ο ήλιος
και του σιγοτραγουδά ένα μανιάτικο μοιρολόι
γραμμένο από τις πτώσεις που δεν αλλάζουν χρώμα
και που δεν του έμαθαν
πώς ν' ανατέλλει.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

Κάποια στιγμή, οι σκέψεις παίρνουν μορφή σε τυπωμένο χαρτί, δεν ανήκουν στη μικρή μου σφαίρα, ελευθερώνονται και λίγο πέρα από τα δικά μου σύνορα.
Με μια ανάσα, τα περισσότερα ποιήματα, για όλες τις πτώσεις και μεταπτώσεις, προσωπικές, συλλογικές.
Ευχαριστίες στους ανθρώπους μου και στην καλή μου φίλη Χριστίνα Σαββανή, εκδότρια των “Εκδόσεων Άλλωστε” που μ' έκανε να νιώσω άνετα, μέχρι την τελευταία ημέρα της άψογης συνεργασίας μας.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου
( https://alloste.gr/Alloste/139-Ptoseis-Metaptoseis-Efthymiou.html)

Πέμπτη 30 Μαΐου 2019


Οι γαρδένιες σου, οι τριανταφυλλιές σου, θα αισθανθούν την απουσία σου. Θα νιώσουν την απώλεια σου, όπως όλοι εμείς που σ' αγαπήσαμε.
Ίσως, ν' αφήσουν πέταλα να πέσουν στην αυλή σου, ίσως και να γκριζάρουν για λίγο που δε θα δούμε, μια ένδειξη της σημερινής τους θλίψης, για τον άνθρωπο που της λάτρεψε.
Δεν είναι τυχαίο που σε φώναζα κυρά των λουλουδιών, αν και δεν ήταν το μοναδικό χάρισμα σου.
Πέρα από τις ευχάριστες εικόνες, στιγμές που η μνήμη ανασύρει διαρκώς, καθώς όλα στροβιλίζονται μπρος από τα μάτια μου, είναι τόσα πολλά εκείνα που θα μου λείψουν. Μα περισσότερο, είναι η απώλεια της καλοσύνης σου και το χαμόγελο σου.
Εκείνη η μεγάλη καρδιά, που δε διαχώριζε τον ξένο από εμάς, με την πόρτα πάντα ανοιχτή να φιλοξενήσει, να μοιράσει, να δώσει ακόμα και το τελευταίο νόμισμα της, σε όσους αναζητούσαν ελεημοσύνη.
Η αυθεντικότητα, η απλότητα, σ' είχαν δωρίσει κυρά Βασιλική μου, όπως και το αδιάκοπο χαμόγελο σου, που έδινε ζωή στα άνθη της αυλής σου.
Πόσο θα 'θελα να σου είχα μοιάσει στην απεραντοσύνη.
Ηχούν ακόμα οι ευχές σου, τα δυνατά φιλιά σου και η δύναμη των χεριών, ακόμα και τα τσιμπήματα σου λίγο πριν το χαμόγελο σου κάνει κρότο και φεγγίσει το πρόσωπό σου.
Περασμένα τα 97 έτη σου, δεν σταματούσες τα λαϊκά ποιήματα/αφηγήματα, δε ξεχνούσες λέξη σε δεκάδες λέξεις, δε ξεχνούσες ν' αγαπάς, να χαμογελάς, να δίνεις.
Δυο μέρες πριν, μου κράτησες για ώρα τα δάχτυλα, σφικτά, με μια δύναμη αποχαιρετισμού, μα μου έμαθες καλά όποιος αγαπά δε ξεχνά, δε ξεχνά ποτέ του, δε θα σε ξεχάσω ποτέ μου...
Δ.Ε

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2019

Μόνο τότε θα 'ταν
μια νέα, καλή χρονιά

Περίμενα
πάντα περίμενα
με κείνη την αφέλεια του παιδιού
που δε γνωρίζει τη λεπίδα
της πραγματικότητας
μια νέα χρόνια
αυτό το νέο έτος πλημμυρισμένο
απ' αέρινες ευχές
να 'χει υπόσταση
να γίνει πίστη
να φανερώσει καρπούς αλλιώτικους
Περίμενα
μια νέα χρονιά
ν' αφαιρέσει τ' ανθρώπινα τερατουργήματα
να μεριάσει την οργή και τον φθόνο
Περίμενα
την αλήθεια
του λόγου
της πράξης
τα εντόσθια μιας ανακυκλώσιμης ιστορίας
να φαγωθούν από σκυλιά πεινασμένα
Περίμενα
το τέλος της εξουσίας
το περιθώριο των πολιτικών
καθώς θα κορυφώνεται η επίγνωση
των αμνοεριφίων πως ο λύκος
δεν αλλάζει πρόσωπο
Θα περίμενα
365 μέρες
συνεργεία στον πόνο
μετάνοια για
τους εξόριστους
τους άλλους
για τον σταυρό που τους κουβαλήσαμε
ως συνεργοί στην αδιαφορία
ή ως θύτες
Θα περίμενα
η καλή χρονιά
να 'χε το βάρος
που 'χε ο θάνατος καθώς μας αγγίζει
το μέταλλο της τελευταίας ανάσας
στο κούτελο
εκείνην τη στιγμή που για λίγο
νιώθουμε συμπονετικοί
εκεί που η συνείδηση
έρχεται στο τέλος
τόσο αργά
να 'ρχοταν την πρώτη μέρα.
Περίμενα
η υπομονή
να μην ταυτίζεται
με την εθελοδουλία
με την αυτοσυντήρηση
Θα περίμενα
καθώς θ' άρχιζε ο χρόνος
να 'βλεπα χωματερές
από εργαλεία του θανάτου
θαμμένα
λιωμένα σίδερα
λιωμένους φράκτες
και συρματοπλέγματα
η τελευταία φορά
που θα μύριζα μπαρούτι
την τελευταία φορά
που θα κοίταζα τα λυπημένα μάτια των παιδιών
πίσω από τα ρομβοειδή πλαίσια των στρατοπέδων
(καταυλισμοί της χαμένης αξιοπρέπειας)
στο υφιστάμενο πουργκατόριο
των Ευρωπαίων
για ένα πέρασμα
στο αβέβαιο.
Θα 'ταν μια χρονιά
που οι ξενιτεμένοι
θα γύρισαν στην Ιθάκη τους
ανοικοδομώντας πάνω στα κουφάρια
του παρελθόντος
μια νέα αρχή
Θα περίμενα
τη δικιά μου νεκρανάσταση
πιστεύοντας πως ο άνθρωπος
δεν είναι το τέρας που γνώρισα
πως όσα θα περιμένω
δε θα χαθούν στων ονείρων τα διαστήματα
πως το αύριο δεν θα 'ναι
η επερχόμενη
αυτοκαταστροφή μας.
Μόνο τότε θα 'ταν
μια νέα, καλή χρονιά.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου