Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017




Οι πρώτες βροχές στο χωριό, έχουν πρωτίστως το ξέπλυμα της ανθρώπινης κίνησης. Συναντιόμαστε κάτω στο λιμανάκι, οι μελαγχολικοί, οι παιδεμένοι, και οι ψαράδες, οι τελευταίοι κοιτούν τη θάλασσα για να τους απαντήσει, για το αν πρέπει να βγουν με τα καΐκια τους, οι παιδεμένοι για τα δικά τους ναυάγια κι εμείς για ότι φέρει στο μυαλό το ελαφρύ φθινοπωρινό αεράκι.
Οι πρώτες βροχές, έχουν και μια υπόγεια κίνηση, κυρίως για τους μελαγχολικούς. Συνήθως, ξυπνούν μέσα μας τα περασμένα, από αγάπες, έρωτες, παρέες και ταξίδια. Άλλοτε, ανιχνεύουμε μυρωδιές, άλλοτε γέρνουμε τον σβέρκο προς τα πάνω ή ακόμα πιο πέρα, εκεί που το σκοτάδι της θάλασσας μοιάζει ένα μεταξωτό φόρεμα που κυματίζει αδιάκοπα. Εκεί, που όπως και πέρυσι, μια μέρα σαν τη σημερινή, δόθηκε το σημείο εκκίνησης της μελαγχολικής περιόδου, από τις σταγόνες που πέφτουν στον ξύλινο κορμό μιας βάρκας.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου

Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017



Το στήθος σου, αρμόζει να ‘ναι  πάνω στην αριστερή πλευρά του δικού μου. Εκεί μπορεί να ξαφνιαστείς απ’  τον καλπασμό των παλμών, που ξυπνούν από τη νηνεμία του σώματος, καθώς στην πρώτη τους επαφή, πέφτουν τα χαλινάρια και χλιμιντρίζουν τα σαράντα άλογα, που πριν σε γνωρίσω, ήσαν κάτι ταλαιπωρημένοι όνοι, παραδομένοι στην φθορά της αναζήτησης.
Το στήθος σου, μπορεί ακόμα, να εντοπίσει, τα κενά διαστήματα των χτύπων μου, καθώς κι εκεί τα συννεφιασμένα σου μάτια διασπούν τα αγγεία σε ψιλή βροχή, που περονιάζει τις ίριδές μας και που δεν χρειάζονται να ειπωθούν λόγια, καθώς, αναγνωρίζεται η ευτυχία ως δεύτερη ευκαιρία.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου


Ο άνθρωπος με το λουλούδι στο στόμα, Λουίτζι Πιραντέλο 
Μετάφραση: Λ. Μυριβήλη

Αν ο θάνατος, κύριέ μου, ήταν κάτι σαν αυτά τα παράξενα και βρωμερά έντομα που βρίσκει καμιά φορά κανείς επάνω του θα μπορούσαμε… Περπατάμε στο δρόμο. Ένας κάποιος τυχαίος περαστικός σας σταματά ξαφνικά και με πολύ λεπτότητα σας λέει τεντώνοντας το χέρι του επάνω σας: «Συγγνώμη, κύριε, μου επιτρέπετε; Αγαπητέ μου, έχετε το θάνατο επάνω σας». Και παίρνει το βρωμερό έντομο απ’ το σακάκι σας και το πετά στο δρόμο… Θα ήταν θαυμάσια ε; Μα ο θάνατος δυστυχώς δεν είναι έτσι. Πολλοί απ’ αυτούς που πηγαίνουν ήσυχοι κι αμέριμνοι τον έχουν ίσως επάνω τους, μα κανένας δεν τον βλέπει. Εγώ παραδείγματος χάριν αγαπητέ κύριε… να… πλησιάστε. Θα σας δείξω κάτι. Βλέπετε εδώ, κάτω από το μουστάκι, αυτή την ωραία βιολέτα στα πάνω χείλος; Ξέρετε πώς τη λένε στην ιατρική; Ω, ένα όνομα πολύ γλυκό, σαν καραμέλα: «Επιθηλίωμα»! Πέστε το, είναι αδύνατο να μην αισθανθείτε κάποια γλύκα στο στόμα. «Επιθηλίωμα!» Ο θάνατος πέρασε και μού έβαλε αυτό το λουλούδι στο στόμα: «Κράτησε αυτό φίλε μου», μούπε, «θα ξαναπεράσω σε οχτώ δέκα μήνες…» 



Τα βράχια που απλώνονται για μισό χιλιόμετρο δρόμο, ανάμεσα στον Αγ. Νικόλαο με την παραλία Πανταζή, είναι ένα βραχώδες στρώμα στο ύψος των κυμάτων για διακόσια, ίσως και παραπάνω μέτρα πριν βυθιστείς. Μπορείς να τα περπατήσεις όταν η θάλασσα κοιμάται, να κάνεις χάζι τα καβούρια μέσα στις λάκκες αλατιού, να δεις ακόμα τους αυτοφυείς θάμνους κάπαρης ή άλλα μικρά θαμνώδη που ζουν σε δυο κόσμους, κάτι σαν τον κόσμο της περιοχής, που το καλοκαίρι ξεμυτίζει ή όπως απόψε που εν ώρα εφημερίας περπατάς στο μισό πια σκεπασμένο από τη θάλασσα και συναντάς τη σκιά σου και που κι αυτή χάνεται στις αναρίθμητες μικρές ή μεγάλες λάκκες, υγρές, με λιγότερο ξερό αλάτι και με έντονο τον ήχο των κυμάτων που σε πλησιάζουν. Ενώ το κάτι παραπάνω από μισοφέγγαρο σου δείχνει τον δρόμο της στεριάς, τα σταθερά βήματα, τις μικρές σου ακροβασίες, το πώς να βγεις στο τσιμεντένιο δρόμο της επιστροφής και να επιστρέψεις, έχοντας πάνω σου τη μυρωδιά της θάλασσας, έχοντας παραμάσχαλα τους λόγους που σε κρατάνε ακόμα εδώ.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017



Όπως κι απόψε
θα συρθώ στον βηματισμό των οικόσιτων επισκεπτών
του φθινοπώρου
στα μικρά σκούρα που έρπουν από έξω από το χωράφι
και κουλουριάζουν στις γωνίες ή πάνω στα καπνισμένα μου τείχη.
Κι έχω την βεβαιότητα πως τα μικρά σκουλήκια
καθρεφτίζουν μια ιστορία ζωής
που δεν έχει και πολλά να πει
καθώς οι μώλωπες της ψυχής
είναι από κείνες τις διαδρομές της νύχτας
για όσα ποτέ δε βρήκαν μπόι να σηκωθούν.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου


Διαχέεται η μοναξιά
σα μυρωδιά πεθαμένου ζώου
πίσω από κάθε πόρτα
πίσω από κάθε νοικοκυριό
και κανείς δεν αποχωρίζεται τούτο το γκρίζο πανωφόρι
ριζωμένο στο πιο βαθύ λυγμό της ψυχής
ήρεμα κι ήσυχα βρυχάται το μουγγό μας τέρας
για όσα δεν ήρθαν
για όσα έχουν λείψανα σκιών
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου