Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

Almost blue...

 

Δεν είναι πρώτη φορά, που όλα συσσωρεύονται, με μια ορμή γύρω σου. Δεν είναι πρώτη φορά, που δοκιμάζονται οι αντοχές σου. Η φράση: ενός κακού δοθέντος μύρια έπονται, είναι κατά το ήμισυ σωστή, καθώς αφαιρούμε μια ουσιαστική παράμετρο, εκείνη της μετάθεσης των προβλημάτων, που μένουν μετέωρα κι “ασφαλή” σε κάποιο τεταρτημόριο του εγκεφάλου. Έτοιμα, όμως στην πρώτη συμπίεση μιας απρόβλεπτης κατάστασης να εμφανιστούν στο σύνολο, δίνοντας τη λαθεμένη εντύπωση της αρχαίας φράσης του Σοφοκλή.

Δεν είναι η πρώτη φορά, που η μετάθεση, κυοφορείται στην αναμονή κι αναποφασιστικότητα μας, δίνοντας την αίσθηση της ακυβερνησίας.

Κι αν έχουμε ξανά και ξανά βρεθεί στα μέσα ενός ωκεανού, να σφυροκοπούμαστε από κύματα, δε μάθαμε από τη θάλασσα, δε μάθαμε να ταξιδεύουμε στα ρηχά.

Κάθε φορά, όμως, καθώς τελειώνει η μέρα, κι αφοπλίζουμε από πάνω μας την πανοπλία του εύθραυστου μαχητή, η γαλήνη της νύχτας σε συνοδεία με ό,τι μας ανήκει, αυτά τα μικρά κι ασήμαντα δικά μας, είναι τα μόνα εφόδια για να πιστέψουμε σ' έναν κόσμο που απουσιάζει,

Η νύχτα, ακόμα και τα θεριά τα εξημερώνει, όταν κοιτάζουν τον ουρανό, όταν κοιτάζουμε σε άλλη κατεύθυνση από την περπατημένη.

Δημήτρης Ι. Ευθυμίου

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2020

Θα μπορούσε, και είναι, εν άγνοια μας μια χαμένη, αξόδευτη ζωή. Γιατί το χθες, το σήμερα και το αύριο πατικώνονται ανυποψίαστα πάνω στα ίδια ίχνη της συνήθειας, σε σημείο που με το χρόνο γίνονται τόσο βαθιά, που δε μπορούμε να σηκώσουμε ανάστημα.

Ξοδεύουμε αυτό το πολύτιμο δώρο της ζωής, υποταγμένοι στους κανόνες των άλλων, στις οργανωμένες κοινωνίες που επιβάλλουν προς όφελος τους το δικό μας ψαλίδισμα, αφαιρώντας ενθουσιασμό, δημιουργία. Οποιαδήποτε ανατροπή των δεδομένων, θεωρείται από το σύνολο επικίνδυνο για τη σωστή ομαλότητα. Μια κοινωνία που επιβραβεύει τους πιστούς του συντηρητισμού, που περιθωριοποιεί το διαφορετικό, γιατί προσβάλει την κανονικότητα.

Οι εκτός του κύκλου, είναι οι άπιστοι του συστήματος, εκείνοι που πρέπει να διώκονται για να μην ταράξουν τα ήρεμα νερά των θεσμών.

Ξοδεύουμε ανυποψίαστα χρόνο, ζωή, στιγμές, αργοπεθαινούμε διατηρώντας τις διδαχές των άλλων, ξοδεύουμε ότι ονειρευόμαστε προς χάριν μιας απρόσωπης έκφρασης στερεοτύπων και καλουπώνουμε ακόμα και τα παιδιά στα ίδια παραδομένα μιας κοινωνίας, που επιθυμεί να μην σπάσει ο αλάνθαστος μηχανισμός μιας δουλείας ανυποψίαστης, μα αποτελεσματικής στην αφαίρεση χρόνων.

Κι ο χρόνος πάνω στον καρπό, να μας οριοθετεί τα όρια μιας υπολογίσιμης ημέρας.

Και το απρόβλεπτο να ελοχεύει, όπως η σκιά μας που μας ακολουθεί σαν πιστό σκυλί.

Κι εμείς, που δε ζήσαμε όσα επιθυμήσαμε , θυσιάζοντας μια ζωή που δε γνωρίσαμε.

Δημήτρης Ι. Ευθυμίου


Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2020

 

Το να επαληθεύεται η σκέψη της εφηβείας με την ηλικία που πλησιάζει στα μισά ενός αιώνα, είναι απλά ένα χάσιμο χρόνου, όσο κι αν αυτά τα χρόνια επιβεβαίωσαν την τραγικότητα, μια τραγικότητα που ορίζει τον άνθρωπο ατελή και καταστροφικό.

Να ζεις σημαίνει να εθελοτυφλείς απέναντι στις διαστάσεις σου, έγραφε ο στοχαστής Εμίλ Σιοράν, κάτι που μπορεί να ερμηνευθεί μέσα από μια πολυδιάστατη ερμηνεία σκέψεων και τοποθετήσεων.

Εθελοτυφλούμε πολλάκις, όπως στην αδιαφορία απέναντι στους αδύναμους, συντηρώντας το εγώ μας, εθελοτυφλούμε σε ότι δε μας ανήκει ή σε ό,τι προσπερνάμε μέσα στον ήδη ασταθή εσωτερικό μας κόσμο, διαφυλάσσοντας έναν εύθραυστο κι ετοιμόρροπο οικοδόμημα ψευδαισθήσεων. Τα χωρίς θεμέλια μιας κινούμενης ουτοπίας προδίδουν την κατάρρευση μιας ασφάλειας, που είναι έτοιμη στην πρώτη γενναία διαπίστωση ν' αλλάξει τα δεδομένα μας,

Μ' ένα φύσημα αέρα συνειδητότητας, τα πάντα αλλάζουν.

Ο άνθρωπος όμως επιθυμεί, τη συντήρηση του κύκλου του και των παραδόμενων του, τρομάζοντας στην όποια αλλαγή επιφέρει η αλήθεια. Άλλωστε και η ίδια η αλήθεια, ερμηνεύεται με εργαλεία αυτοσυντήρησης κι όχι με την παρατήρηση και με τις ανάγκες, αφού κι αυτές ενδέχεται να επηρεάσουν το οικοδόμημα μας.

Η ατέλεια του ανθρώπου, είναι και η καταδίκη του, αυτοκαταστροφική και καταστροφική για το σύνολο της ανθρωπότητας. Μόνη διέξοδο, η ρήξη, η μεγάλη ρήξη όσων έχει λαθεμένα δημιουργήσει γύρω του.

Δημήτρης Ι. Ευθυμίου

 

Ο Μαγιακόφσκι συνάντησε πρώτη φορά την Τατιάνα Γιακόβλεβα προσπαθώντας να ξεχάσει τη Λίλι Μπρικ, τον μεγαλύτερο -μέχρι τότε- έρωτα της ζωής του. Η Τατιάνα ήταν μόλις 22 ετών και συναντήθηκαν στον προθάλαμο ενός παρισινού ιατρείου.
Εκείνη ήταν πολύ όμορφη: ψηλή, ξανθιά, με ασιατικά μάτια, ξεχώριζε στον κύκλο των ρώσων εμιγκρέδων. Σχεδίαζε καπέλα, φορούσε φανταχτερά κοσμήματα, ενώ ενθουσιαζόταν με τους τίτλους ευγενείας. Αμέσως εντυπωσίασε τον σωματώδη ποιητή:
«Φανταστείτε/ Μια ομορφονιά στη σάλα/να μπαίνει/ με γούνες/ και χάντρες στολισμένη. Εγώ/ πήρα είδηση την ομορφονιά/κι είπα/-άραγε μίλησα σωστά/ ή μήπως λάθεψα:-/-Συντρόφισσα,/ έρχομαι απ’ τη Ρωσία,/ στη χώρα μου σ’ όλους είμαι γνωστός….».
Έτσι, την περιγράφει στο ποίημα που της αφιέρωσε με τίτλο «Γράμμα στον σύντροφο Κοστρόφ από το Παρίσι για την ουσία του έρωτα» (μετ. Στ. Αργυροπούλου).
Δεν είχαν τίποτα κοινό οι δύο τους. Εκείνη ανήκε στους Λευκούς και ήταν αυτοεξόριστη, λεπτή κι εκλεπτυσμένη, μεγαλωμένη με την ποίηση του Πούσκιν και του Τιούτσεφ, δεν μπορούσε να καταλάβει την αψιά ποίηση, τους οργισμένους στίχους του Μαγιακόφσκι, του ορμητικού «παγοθραυστικού» της νεαρής σοβιετικής ποίησης.
Γενικά, δεν μπορούσε να αποδεχτεί ούτε τα λόγια που της έλεγε στη σύντομη κοινή ζωής τους. Οργισμένος, παρορμητικός, πάντα κόντρα όχι μόνο στο ρεύμα μα σε όλα, άνθρωπος που ζούσε σαν να μην υπάρχει αύριο, ο Μαγιακόφσκι τρόμαζε την Τατιάνα με το ασυγκράτητο πάθος του. Δεν την συγκινούσε ούτε η σκυλίσια του αφοσίωση, δεν την γοήτευε η δόξα και η φήμη του. Η καρδιά της παρέμεινε αδιάφορη απέναντί του. Ο Μαγιακόφσκι γύρισε μόνος του στην Μόσχα, καθώς αρνήθηκε να τον ακολουθήσει.
Από αυτόν τον έρωτα απέμεινε η πίκρα και το αίσθημα του ανεκπλήρωτου στον Μαγιακόφσκι, ενώ σ’ εμάς κληροδότησε το μαγικό εκείνο ποίημα «Επιστολή στην Τατιάνα Γιάκοβλεβα»: («Σ’ ανόητες κουβέντες/ μη δίνεις βάση, /μη φοβάσαι/ αυτόν τον κραδασμό/ εγώ δαμάζω,/ χαλιναγωγώ εγώ/ τα αισθήματα/ των βλαστών της αριστοκρατίας…».)
Σ’ εκείνη απέμειναν τα λουλούδια.
Ο Μαγιακόφσκι κατέθεσε όλα τα έσοδα που είχε από τις εμφανίσεις του στο Παρίσι σε μια τράπεζα, στο λογαριασμό ενός γνωστού ανθοπωλείου με την εντολή, κάθε βδομάδα 2 – 3 φορές να παραδίδουν στη Τατιάνα ανθοδέσμες από ασυνήθιστα λουλούδια, ορτανσίες, μαύρες τουλίπες, ορχιδέες και χρυσάνθεμα. Το ανθοπωλείο με ευλάβεια ακολούθησε τις εντολές του Μαγιακόφσκι και κάθε φορά έστελνε πανέμορφα μπουκέτα λουλουδιών. Ο άνθρωπος που τα παρέδιδε, κάθε φορά μπροστά στην πόρτα, παραδίδοντας τα λουλούδια έλεγε «Από τον Μαγιακόφσκι».
Το 1930 ο Μαγιακόφσκι αυτοκτόνησε. Η είδηση τη συγκλόνισε, κόντεψε να καταρρεύσει. Είχε πια συνηθίσει τις απρόσμενες εισβολές στη ζωή της, ήξερε πως παρόλο που ήταν μακριά της, έστελνε λουλούδια. Δεν έβλεπαν ο ένας τον άλλο, μα και μόνο το ότι γνώριζε πως κάπου υπάρχει ένας άνθρωπος που την αγαπάει τόσο πολύ, ήταν καθοριστικός παράγοντας στη ζωή της. Δεν ήξερε πια πως θα ζήσει, χωρίς αυτόν τον γεμάτο τρέλα έρωτα, ενσαρκωμένο στα λουλούδια.
Μόνο που η εντολή που είχε λάβει το ανθοπωλείο, δεν ανέφερε τίποτα σχετικά με το τι θα πρέπει να κάνει στην περίπτωση θανάτου του ποιητή. Έτσι, την επομένη του αγγέλματος του θανάτου του, η πόρτα χτύπησε κι ακούστηκε πάλι η φράση «Από τον Μαγιακόφσκι».
Τα λουλούδια συνέχισαν να έρχονται κατά τη δεκαετία του ’30 όταν πια εκείνος είχε πεθάνει, αλλά και το 1940 όταν πια τον είχαν λησμονήσει στη Ρωσία. Στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, ο Τατιάνα κατάφερε να επιβιώσει πουλώντας στο δρόμο τα λουλούδια που συνέχισαν να έρχονται. Χάρη στις λέξεις «σ’ αγαπώ» που εξέφραζαν αυτά τα λουλούδια, σώθηκε από την πείνα.
Ήρθε η απελευθέρωση. Οι Ρώσοι μπήκαν στο Βερολίνο. Οι ανθοδέσμες συνέχιζαν να έρχονται. Έβλεπε τους ανθρώπους που έφερναν τα λουλούδια να γερνούν και να συνταξιοδοτούνται. Οι νεότεροι που αναλάμβαναν αυτή την αποστολή, ήξεραν πια πως βλέπουν ένα ζωντανό θρύλο και πάντα χαμογελώντας συνωμοτικά έλεγαν με σοβαρότητα «Από τον Μαγιακόφσκι».
Η ιστορία αυτή κυκλοφορούσε σε διάφορους κύκλους της ρωσικής διασποράς, αλλά και της σοβιετικής διανόησης επί δεκαετίες. Έτσι όταν ο μηχανικός Αρκάντι Ρίβλιν βρέθηκε στο Παρίσι, θέλησε να επιβεβαιώσει την ιστορία που είχε ακούσει από την μητέρα του.
Η Τατιάνα Γιάκοβλεβα ζούσε και δέχτηκε με χαρά τον συμπατριώτη της ένα απόγευμα. Συζητούσαν για ώρα πολλή πίνοντας τσάι.
Το μικρό άνετο σπίτι της ήταν γεμάτο λουλούδια. Ο νεαρός μηχανικός δεν ένιωθε άνετα να ρωτήσει τη Τατιάνα αν ισχύουν όλα όσα λέγονται σχετικά με τον έρωτα της νιότης της. Βασανίστηκε πολύ μέσα του, μα στο τέλος δεν άντεξε και την ρώτησε αν είναι αλήθεια πως τα λουλούδια του Μαγιακόφσκι της έσωσαν τη ζωή κατά τη διάρκεια του πολέμου. Μήπως ήταν ένας ακόμη αστικός μύθος; Πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό τόσα χρόνια;
Η Τατιάνα του απάντησε: Πιείτε το τσάι σας, με την ησυχία σας. Δεν πιστεύω να βιάζεστε;
Λίγες στιγμές αργότερα χτύπησε το κουδούνι. Η Τατιάνα άνοιξε την πόρτα κι αντίκρισε μία μεγάλη ανθοδέσμη ιαπωνικών χρυσανθέμων. Ένας νεαρός άντρας είπε με σοβαρή φωνή: «Από τον Μαγιακόφσκι».