Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019

Η πρώτη μέρα φθινοπώρου, άργησε. Θα περίμενα ακόμα λίγο καλοκαίρι. Δεν λέω αντίο, στη θάλασσα, στις ζεστές βέργες του ήλιου, ίσως, σε λίγες μέρες από σήμερα να τη χαιρετήσω, όπως κάθε χρονιά, με ένα τουβλάκι μελαγχολίας στο κάστρο που έφτιαξα από παιδί, το απόρθητο αυτό κάστρο της ζωής μου. Έξω, μύρισε βροχή, άχνισε το χώμα, και οι σταγόνες κάνουν κύκλους καθώς σκάνε στο μπαλκόνι, κύκλοι που χάνονται κι επαναλαμβάνονται γοργά ή αργά, όσο ο ουρανός δεν μας φανερώνει τις διαθέσεις του.
Στον ορίζοντα, στο τέλος της θάλασσας που το βλέμμα φθάνει, ο ουρανός ανοίγει τα παράθυρα του,
μας συμπονεί για το άξαφνο μπουρίνι, για το πως μας βύθισε στο γκρίζο της διάθεσης, για το πως μας αναγκάζει να θυμηθούμε τον ερχομό της επόμενης εποχής, για το πως πρέπει να συνηθίσουμε το τέλος του καλοκαιριού.
Οι ελιές, με τον αέρα στα φόρτε του, χορεύουν λίγο άτσαλα, πάλλονται κι αυτές, όπως το μοναδικό όργανο του σώματός μας, που αντιστέκεται, αρνούμενο να δεχθεί την επανάληψη μιας δύσκολης χειμωνιάτικης χρονιάς.
Σε μια ώρα, ο κρυμμένος ήλιος θα αφαιρέσει τη δύση του από τα μάτια μας, τα σύννεφα διεκδίκησαν την ημέρα, την πολιόρκησαν.
Αυτές οι κατακτήσεις της φύσης, μιας φυσικής συνέπειας, θα γίνουν αποδεκτές, ίσως γιατί η γοητεία της φύσης δεν έχει τελειωμό, κυριαρχεί η απεραντοσύνη της, η ομορφιά της.
Θα νυχτώσει νωρίτερα σήμερα, θα νυχτώνει νωρίτερα κάθε μέρα, μέχρι να ξαναγίνει φως, μέχρι η ρόδα του χρόνου να σταθεί ξανά στην Άνοιξη. Κι όσο είμαστε ζωντανοί, όσο αναπνέουμε, θα νιώθουμε τυχεροί, για όσα τα μάτια και η καρδιά ανταμώνει. Είμαστε ακόμα δω, κι αυτό είναι κάτι παραπάνω από το ελάχιστο.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

Δεν υπάρχει γαλήνη να εξισορροπεί τη θλίψη, αφού η πραγματικότητα, ολοένα και πιο συνειδητά σου φανερώνει την ασχήμια του κόσμου. Είναι στην ατελή φύση του ανθρώπου να ποδοπατά, να κατακρεουργεί οτιδήποτε αναπνέει, οτιδήποτε βρίσκεται μπρος του, γι' αυτό άλλωστε η αναγνώριση της πραγματικότητας είναι μια απογοήτευση χωρίς τέλος, μια θάλασσα αναστεναγμών που δεν σ' αφήνει ήσυχο ν' αναπνεύσεις. Ν' αντέχεις, ν' αντέχεις τα χτυπήματα, να υπομένεις την ηλιθιότητα και την κακία, και ν' αναρωτιέσαι για της διαπίστωσης τη βεβαιότητα πως έτσι ήταν, έτσι είναι κι έτσι θα είναι, όσο ο εισβολέας αυτής της γης θα κυριαρχεί λεηλατώντας την ομορφιά.
Ένα φύλλο, σχεδόν γκρίζο, στροβιλίζεται, το ακολουθείς με τα μάτια, ύστερα βιαστικό από του αέρα την πνοή τρέχεις ξοπίσω του να το προλάβεις, ξαποσταίνει για λίγο σ' έναν βράχο που έχει μείνει πάνω του ξερό αλάτι και πριν το αγγίξεις, ξανασηκώνεται, πέφτει στη θάλασσα και σιγά – σιγά με τη δικιά του πλώρη κάθεται στο πρώτο βότσαλο, κι αλλάζει χρώμα, όπως οι εποχές, όπως η ματιά σου απέναντι στην ανθρωπότητα, που νοσεί, που δεν μεταβάλλεται, που δεν εξελίσσεται, που δεν ονειρεύεται.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου
Κάποτε, θα μ' ανακατέψω. Θα φέρω ανάποδα τον κόσμο μου. Τα εντόσθια θα τ' ανεβάσω στο κρανίο και τον εγκέφαλο θα τον βυθίσω στην καρδιά. Κι έχω την πεποίθηση, πως εκείνος ο νέος κόσμος, θα είναι στολισμένος με πανιά στα πνευμόνια, που ακούραστα θα με κινούν μπροστά, χωρίς σκέψεις, χωρίς συστολές, χωρίς βεβαιότητες, χωρίς πολλά – πολλά. Ένα νέο είδος, που θα ξέρει, πως να ζει.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2019

Κάθε νύχτα, ο νους
σε κερνά αδιέξοδο
με μια φέτα χλωμού φεγγαριού
κρεμασμένη σ' ένα γλυκόπικρο ποτήρι.
Μα θα 'θελα
στον καλπασμό των κυμάτων
της ψυχής
να 'ρθει μιαν άλλη νύχτα
ξάστερη με χιλιάδες αστέρια
ίδια μ' εκείνην της παιδικής αφέλειας
τότε που το αδύνατον ξεθώριαζε
μέσα στης λαχτάρας τη θέληση
για έναν κόσμο φτιαχτό από της επιθυμίας
τα όνειρα.
Μα περισσότερο απ' όλα
θα 'θελα
της γαλήνης το άγγιγμα
να μου χαϊδέψει τα μαλλιά
να γευτώ ξανά το κενό
τη ξηρασία των σκέψεων
δεμένος σ' ένα σώμα,
κερδίζοντας στο παρά πέντε
τη χαμένη μου ζωή.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2019

Τα τσιγάρα μου είπες, θα μας τελειώσουν
όπως ο καθαρός ουρανός
του καλοκαιριού
που καταπίνει τα σύννεφα
και τότε
πάνω στη θάλασσα θα κείτονται
κάτι φθινοπωρινά φύλλα
οι στεναγμοί μας,
που βρήκαν στην αλμύρα
τον σωστό τους αποδέκτη.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2019

Τα χρόνια, ναι αυτά τα κινούμενα, αστραπιαία κι ασύλληπτα χρόνια. Αυτά που καθώς σκύβεις να τα μυρίσεις, χάνονται, μαραίνονται και κάποτε πέφτουν και γίνονται ένα με το χώμα, ένα με το νερό, ένα με τον ουρανό.
Και καθώς γίνεται αντιληπτή η φθορά, καθώς αναγνωρίζεται η κίνηση, το ξεθώριασμα, καθώς ακόμα και η διαπίστωση, ναι κι εδώ, η διαπίστωση πως όλα μετακινούνται κάτω από την ίδια βαρετή, κουραστική ευθεία, που δε σε λοξοδρόμησε όπως θα επιθυμούσες, παρατηρείς ως θεατής όσα περιστρέφονται γύρω σου, άλλοτε μέσα στα όνειρα, άλλοτε όταν τα μάτια παραμένουν ανοιχτά και στέρεα στο κενό, που έχει πολλά να πει, πολλά που δε λέει, πολλά που ίσως ποτέ να πει.
Τότε αναγνωρίζεις το πρόσωπό σου, την απροσπέλαστη ενδυμασία της ευαισθησίας, έναν ακραίο μαζοχισμό που κι εδώ ξέρεις πως κουβαλάς από παιδί, τότε που πρώτο είπες “αυτός ο κόσμος δεν μου αρέσει”, “αυτός ο κόσμος δεν πρέπει να πονά”.
Κι όλα γύρω έχουν την εξήγησή τους, όλα γύρω δείχνουν τη θυσία σου, μια θυσία όμοια μ' εκείνην του θανάτου, μιας ζωής χαμένης, που θέλεις να κερδίσεις, ακόμα και τώρα, κάπου στα μέσα του χρόνου σου, λίγο πριν από το τελευταίο βαγόνι, που τρέχεις αλαφιασμένος να πιάσεις.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019

Η κατάδυση το ξέρουμε, οδηγεί στα έγκατα
στο σκοτάδι,
στο αβέβαιο παρόν και μέλλον
γιατί εκεί ακόμα και η σκιά αποκτά το σκυλί της
μαύρο σαν κάρβουνο
αθόρυβο και μουγκό
γιατί όλα αναβλύζουν μέσα μας.
Κι ο μίτος της Αριάδνης, χάνεται κάτω από τα νύχια μιας γάτας
γάτα που 'χει το πρόσωπο της συνείδησης
κι έχει για παιχνίδι το γδάρσιμο των αρτηριών της καρδιάς,
αυτά τα ενοχλητικά κενά διαστήματα μιας μη παθολογικής αιτίας
που σταματά το χρόνο, την αναπνοή.
Άντε μετά αν χαθείς, ν' ανέβεις
ν' αναρριχηθείς
αφού και η ευαισθησία
με τα βαρίδια της σε αποσπά από το ξέφωτο.
Μα κάθε φορά
εκείνο το διάφανο κλαδί που βρίσκει τρόπο
να ξεχύνεται μπρος από τα χέρια σου
την τελευταία στιγμή
σ' ανασηκώνει.
Η ζωή ακόμα κι όταν δεν αντέχεται
έχει τη γλυκιά γεύση του κρασιού
το άρωμα των αγριολούλουδων
και του ήλιου τις αχτίδες
να σε βαστάνε
απ' το μετέωρο επόμενο σου βήμα.
Το να ζεις, είναι ένα στοίχημα
το να το κερδίσεις, είναι το επόμενο
που ακόμα δε γνωρίζουμε.

Δημήτρης Ι. Ευθυμίου