Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017



Πέρα από εμάς τους ίδιους δεν υπάρχει ασφαλής τόπος πια

αυτό είναι το νέο έτος: λείψανα χριστουγεννιάτικων δέντρων
στο λιθόστρωτο, πυροτεχνήματα στα ρείθρα,
μπερδεμένες γιρλάντες που θα συνένωναν
και τώρα απλώνονται λιωμένες ολόγυρα,
διάσπαρτοι λεκέδες κρασιού επάνω στα τραπέζια
και εξοφλημένοι λογαριασμοί που κολακεύουν τους ταβερνιάρηδες
της σούπας
μετά τα μεσάνυχτα
αποσυνθέτονται οι Τρόποι Όψεις των ανθρώπων,
οι αγκαλιές γίνονται διστακτικές ή μεθυσμένες,
τα χείλια μπλαβίζουν,
όπως ύστερα από πολύωρο μπάνιο.
δεν περιμένω τίποτα απ΄τον Καινούριο Χρόνο,
μόνο τους εαυτούς μας μπορούμε να προσμένουμε,
ακουμπώντας στις πόρτες, αφήνοντας
να ξεχυθεί στους δρόμους η θαλπωρή των δωματίων:
ίσως μπορεί να προσελκύσει κάποιον
από το βράδυ της πρωτοχρονιάς βροχή κι αέρας στους δρόμους -
καθώς επέστρεφαν οι πρώτοι εξαντλημένοι από τα γλέντια,
έπεφτε κονφεττί στο πρόσωπο τους και τους εξόργιζε
όταν ξεκινήσαμε, ήταν η θύελλα
που είχαν καταστρώσει μοχθηροί βαλέδες
σχεδόν ασυγκράτητη,
έπεφτε πάνω σε παραθυρόφυλλα
που πίσω τους
ξενυχτισμένες λάμπες ταλαντεύονταν,
έπαιρναν άνθρωποι το τελευταίο γεύμα και
σωριάζονταν νυσταγμένοι σε πολυθρόνες χωρίς μιλιά
κι εμείς, γυρίζαμε απ ΄τις αίθουσες χορού,
απ΄ τις εφήμερες χειρονομίες,
τραβούσαμε μακριά από τις σκηνές συναδέλφωσης,
των οποίων τα πλήγματα έπονταν
για αμαρτίες που δεν είχαν διαπραχθεί,
τραβούσαμε μακριά από τον ψυχρό αυτό πόλο της Ευρώπης,
δραπετεύαμε στα χνώτα της φωνής μας,
ο χρησμός μας ανακοίνωνε το Σώμα Εξορία,
χωρίς να διαφεύγουμε ποτέ από το θάνατο,
σαν το μολύβι βαρύ
Jayne -Ann Igel


Όσοι έζησαν κάτι σπουδαίο στη ζωή τους, δεν τους χρωστά και πολλά ο χρόνος. Ας σκεφτούμε όλους εκείνους που περίμεναν μια ευτυχία, μια έξαψη ζωής, κάτι διαφορετικό. Εκείνοι, που στην αναμονή είδαν τα πόδια να λυγίζουν καρτερώντας μια εικόνα χωρίς κίνηση, την ίδια στατική φωτογραφία, που δεν άλλαξε μπρος από τα μάτια τους.
Δ.Ε

Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Τι όμορφη που είσαι. Με τρομάζει η ομορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω.
Σου δέομαι: κρύψου· γίνε αόρατη για όλους· ορατή μόνο σ᾿ εμένα· καλυμένη
απ᾿ τα μαλλιά ως τα νύχια των ποδιών με σκοτεινό διάφανο πέπλο
διάστικτο απ᾿ τους ασημένιους στεναγμούς εαρινών φεγγαριών. Οι πόροι σου εκπέμπουν
φωνήεντα, σύμφωνα ιμερόεντα· αρθρώνονται απόρρητες λέξεις·
τριανταφυλλιές εκρήξεις απ᾿ την πράξη του έρωτα. Το πέπλο σου ογκώνεται, λάμπει
πάνω απ᾿ τη νυχτωμένη πόλη με τα ημίφωτα μπαρ,
τα ναυτικά οινομαγειρεία·
πράσινοι προβολείς φωτίζουνε το διανυκτερεύον φαρμακείο· μια γυάλινη σφαίρα
περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία της υδρογείου. Ο μεθυσμένος τρεκλίζει
σε μια τρικυμία φυσημένη απ᾿ την αναπνοή του σώματός σου. Μη φεύγεις. Μη φεύγεις.
Τόσο υλική, τόσο άπιαστη. Ένας πέτρινος ταύρος
πηδάει απ᾿ το αέτωμα στα ξερά χόρτα. Μια γυμνή γυναίκα ανεβαίνει την ξύλινη σκάλα
κρατώντας μια λεκάνη με ζεστό νερό. Ο ατμός τής κρύβει το πρόσωπο. Ψηλά στον αέρα
ένα ανιχνευτικό ελικόπτερο βομβίζει σε αόριστα σημεία. Φυλάξου.
Εσένα ζητούν. Κρύψου βαθύτερα στα χέρια μου. Το τρίχωμα
της κόκκινης κουβέρτας που μας σκέπει, διαρκώς μεγαλώνει
γίνεται μια έγκυος αρκούδα η κουβέρτα. Κάτω απ' την κόκκινη αρκούδα
ερωτευόμαστε απέραντα, πέρα απ᾿ το χρόνο κι απ᾿ το θάνατο πέρα,
σε μια μοναχική, παγκόσμιαν ένωση. Τι όμορφη που είσαι. Η ομορφιά σου με τρομάζει.
Και σε πεινάω. Και σε διψάω. Και σου δέομαι: κρύψου.
Γ. Ρίτσος




Στις ράγες των τρένων
θ’ απλώσω τον παρελθόν της πρώτης ενηλικίωσης
κομμάτια από πανιά που ‘χουν ποτισμένα οράματα
από τα πιστεύω της φιλίας, τα πιστεύω της θρησκείας
τα πιστεύω του έρωτα
το δέρμα που με γύμνωσε θα το κάψω
πάνω στον βωμό της μοναξιάς μου
και την καρδιά που ανάθρεψε τις αυταπάτες
θα την πετάξω στο πρώτο άδειο βαγόνι
που αποσύρθηκε
μέσα στα σκουριασμένα σίδερα
που χρήστες και πουλιά μοιράζονται
τις πιο απελπισμένες ώρες
θ’ αποδεχτώ τη χλομάδα του χαμένου χρόνου
όπως ο ηττημένος που κατεβάζει το κεφάλι
για τη ματαιότητα της διαπίστωσης
όσων με αφέλεια πιστέψαμε
Δ.Ε


Κάποια στιγμή μου ‘πες
θα βρεθούμε
κι όσα σπασμένα κόκκαλα κρατήσαμε
θα πάψουν πια να κροταλίζουν στη μνήμη.
Θα τα δώσουμε στα σκυλιά που τόσο αγαπήσαμε
για να γλείφουν –εκείνα- τη στέρηση του χρόνου.
Δ.Ε


Γιατί, δυστυχώς, πολλές φορές τα ρεύματα με παρασύρουν, ξεχνιέμαι μπροστά σε κάτι που μ' αρέσει και καθώς το τρέξιμο της πένας, με τις δικές του γοητείες, ξυπνά μέσα μου άλλα ένστικτα, βρίσκομαι τη στιγμή που βγαίνω από το παράξενο αυτό κολύμπημα, πολύ μακριά, κάποτε χωρίς να 'χω αγγίξει εκείνο που ζητούσα... 
(από τα ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ του Οδυσσέα Ελύτη)