Τα Σάββατα και οι Κυριακές
κουβαλούν μια θλίψη
και γέρνει το σώμα
και γέρνει το πνεύμα
απ' όσα γκρίζαραν
στον χρόνο,
Δ.Ε
Με μια ανάσα: είναι ποιητική έκφρασή μου, χωρίς επιστροφές, η στιγμιαία προβολή των συναισθημάτων, τα μεγάλα ή μικρά ερεθίσματα που πυροδοτούν το αλάφιασμα σε γραπτό λόγο, η λαχτάρα της έκφρασης. Είναι ακόμα, οι ελεύθερες απόψεις μου, οι ανησυχίες μου και η διάθεσή μου σε πρώτο χρόνο. Είναι και όσοι συγγραφείς, στοχαστές, ποιητές μ' εκφράζουν. Γράφουμε για να υπάρχουμε, για όσα μας αντιπροσωπεύουν, για όσα κερδίσαμε και γι' αυτά που χάσαμε, για όσα -ματαίως - ελπίζουμε.
Θα μπορούσε να γραφτεί μια ιστορία, που θα 'χει μέσα χρόνια από σιωπές.
Μια ιστορία, που δεν υπάρχει το παιδί κι ο έφηβος.
Μια ιστορία, που άργησε ν' ανθίσει, δίνοντας ελάχιστα άνθη ευτυχίας.
Μια ιστορία, που ο φόβος ήταν για χρόνια στη γωνία, καρτερώντας το γνώριμο θύμα.
Μια ιστορία, που η δίψα για ζωή, ίσως να 'ταν το αντίδοτο
στην ασχήμια που παλεύει ν' αντέξει.
Θα μπορούσε, να 'ταν όλα αλλιώς, αν σε κάθε παράδρομο είχε
δει από νωρίς το φως.
Ίσως, να 'χε προλάβει, να δει μια Άνοιξη μέσα στο καταχείμωνο, ίσως τότε να 'ταν όλα αλλιώς.
Δ.Ε
Γέρνεις, το σώμα, δε ξαποσταίνει, καθώς οι μέγαιρες σκέψεις, ανοίγουν τα ήδη κουρασμένα μάτια.
Και μέσα στο πυκνό σκοτάδι, αναμοχλεύεις το χθες που θες να ξεχάσεις και ψάχνεις όσα ψάχνεις μέρες, που ήξερες ίσως, που δε σταματάς να σκάβεις σαν κάποιον ανθρακωρύχο που ξεχάστηκε, πως πάνω απ' τα πετρώματα υπάρχει φως.
Υπάρχει το πυκνό σκοτάδι, δειλό μόνο το φως μιας φέτας λεμονιού, το φεγγάρι.
Και πάνω απ' το ταβάνι που δε βλέπεις, πέφτουν χιλιάδες πευκοβελόνες σκέψεων και σε ματώνουν.
Δε θελήσαμε πολλά, δε ζητήσαμε πολλά, μονάχα μια τζούρα ευτυχίας, μονάχα μια ομορφιά και ξανακλείνεις ματαίως τα μάτια.
Δ.Ε
Ανήκω στους απαισιόδοξους. Εκείνος που κάνει τη μεγαλύτερη κατανάλωση της ελπίδας είναι ο απαισιόδοξος. Αλλιώς δεν θα είχε τα κότσια να είναι απαισιόδοξος. Το κάνει όμως κρυφά και ύπουλα.
Είναι υποκριτής. Μέσα στην απόλυτη θλίψη, δυσπιστία και αμφισβήτηση για όλα λέει, δε μπορεί, κάτι είναι αλήθεια, κάτι είναι ωραίο.
Κική Δημουλά
Οι ψαράδες έχουν τις μέρες τους. Με τα καπρίτσια της θάλασσας και του καιρού ποτέ δε ξέρεις.
Καλές ψαριές, κακές ψαριές.
Κάπως έτσι, μέρες τώρα, η δικιά μου ψαριά, νοητική και συναισθηματική, ξεβράζει διάφορα απ' το θαμμένο σεντούκι της μνήμης.
Ένα αμάλγαμα από όμορφες στιγμές και κάποιες άλλες, που μέσα στον κλειστό κύκλο μου εξωραΐστηκαν κατά κάποιο τρόπο, καλλωπίστηκαν μέσα σ' έναν κόσμο που μπορεί να μην υπάρχει, αλλά αυτός ο καλλωπισμός των σκέψεων κι ονείρων στάθηκαν για χρόνια σανίδα σωτηρίας.
Κι αν η θάλασσα μου, συνεργεί με έναν χειμωνιάτικο καιρό, υπάρχουν ώρες που η νηνεμία της, αν και παροδική, με γαληνεύει.
Να ψάχνεις την ομορφιά, στο ελάχιστο, στο λίγο, με ανοιχτούς τους “πνεύμονες” της καρδιάς, σε οδηγεί σε έναν κόσμο ασφαλή κι ονειρικό.
Ένα απάγκιο που μόνο ηρεμία φέρνει, όσο κι αν κρατά.
Το χθες , δεν αλλάζει, τα σημάδια, υπάρχουν, με ραβδώσεις που δε θα φύγουν ποτέ, χαραγμένα βαθιά, που από ένα τίποτα αναβλύζουν σα μαχαίρι που με δύναμη καρφώνει το δέρμα.
Υπάρχουν, ίσως για να μας θυμίζουν το πως κουτσά – στραβά επιβιώσαμε, πως πήραμε άλλον δρόμο, πως ακόμα παλεύουμε να υπάρξουμε, καλύτεροι σαν άνθρωποι.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου
Άλλη μια μέρα, που το φως βρίσκεται πολύ πίσω απ' το ξεφάντωμα του.
Νωρίς – νωρίς το ξύπνημα, μια Κυριακή, που τα συναισθήματα
αγρυπνούν.
Μια Κυριακή, που το μυαλό χοροπηδά σαν άτακτο παιδί, που δεν υπακούει, που δε θέλει να υπακούσει.
Και περιμένεις το φως, διττή σημασία, αν το καλοσκεφτείς.
Κι έρχεται δειλά – δειλά πάνω σε πέλματα γάτας, σαν τη δικιά μου που περιμένει να κάνει τη βόλτα της και να βγει κι αυτή σ' αυτό το καλοκαιριάτικο φως.
Ανοίγει η μέρα, ξεδιπλώνεται αργά και η θάλασσα είναι δω, γαλήνια με τις πρώτες ηλιαχτίδες, με τις πρώτες σκέψεις μιας μέρας, μιας Κυριακής που περιμένεις, να πάρεις ανάσες, να γαληνέψεις.
Δ.Ε
Σήμερα, ξύπνησαν όσα μια ζωή αποφεύγω.
Από παιδί χτίζω τα κάστρα μου, κάστρα μιας άλλης ομορφιάς απ' όσα γνώρισα.
Κι αν από νωρίς συγχώρησα την άγνοια όσων μου έφεραν πόνο, καμιά φορά, εκείνα τα κατάλοιπα, τα μαύρα κατακάθια μιας ζωής, αναρριχώνται στον τρόπο της υπόλοιπης ζωής.
Εκείνα τα τείχη, τ' ανθισμένα ενός άλλου κόσμου, που δεν υπάρχει και που αναγνωρίζεις μεγάλος πια, στάθηκαν, όσο στάθηκαν σωτήρια στην πρώτη ηλικία.
Ξυπνάς νωρίς, η γάτα μπαίνει μέσα, γυρίζει γύρω – γύρω, αλληλεπιδρούμε, χάδια εγώ, γουργουρητά η ίδια και ο ήλιος δεν έχει βγει ακόμα, στέκουμε μπρος στη μπαλκονόπορτα εγώ με το τσιγάρο κι αυτή καθισμένη στους αστραγάλους μου.
Υπάρχει ομορφιά, υπάρχει φως, ακόμα κι όταν δεν έχει προβάλλει ακόμα η υπερβολή του ηλίου.
Ο καφές αχνίζει, τα γουργουρητά της δε σταματούν κι όλα συνεργούν σε μια ανακούφιση της καρδιάς.
Δεν είναι λίγο, δεν είναι αμελητέο...κι απλά σε γεμίζει.
Δ.Ε