Δευτέρα 11 Ιουνίου 2018



"Μόλις της μυρμοίλιζε το σγρόμπλι, ένιωθε την κλιμαθρίδα της να σφλύζει και έπεφταν σε υδροπλήξεις, σε άγρια ξεχαρβλώματα, σε απελπιστικές διελθυστήσεις. Κάθε φορά που έκανε να ξαναθλίψει το αρμάλι της, έμπλεχε σ' ένα ερίγμυλο φρίκυσμα και έπρεπε να ενηδύσει το άρνημα, νιώθοντας λίγο λίγο τις πλυχές να μαρμογαλιάζουν, να συνομελδώνουν, να αναγλυκώνονται, ώσπου σπάργωναν σαν την τριοιστρική εργομανίνη όταν αφήσεις να πέσουν πάνω της μερικές ραλτσίδες θρωπιοκυσθόλης. Αυτή όμως ήταν μόνο η αρχή, γιατί ερχόταν μια στιγμή που εκείνη σφύστριβε τ' αργούλια της και τον άφηνε να συρμώσει το ορφελίνι του. Μόλις όμως και συφουρφούλιαζαν, κάτι σαν ολολύχορδο τους διακορύφωνε, τους υπερδούκλωνε, τους παρόνρυζε και με μιας έφτανε ο αποτυφλώνας, οι λυσσόγοοι σχυσμοί της ύστριας, η ασμαινόπνοη στοματοποντή, τα σπροοίμια του αλίσπασμου μέσα σε μια μουσκιγρονική αγώπαυση. Ευοί! Ευοί! Αιωροβολεμένοι στην κορφή της μελαμφθονίας, ένιωθαν εξωκλυδωνισμένοι, μαργαρωμένοι, ξεμελεδιασμένοι. Το σκρόφι έτρεμε, οι φτεροπλήμμες είχαν κοπάσει, τα πάντα περιέληγαν σ' ένα βαθύ κρημνολόφι, σε άργαυλους από ασημοδιάφωνες γάζες, σε τρύφλια σχεδόν βάναυσα που τους ορθοδυνούσαν ως τα μνύχια της γραφής τους".
Julio Cortázar, μετφ. Κώστα Κουντούρη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου