Τετάρτη 18 Απριλίου 2018


Με μια ματιά πένθιμη

Ήρθε και η σειρά μου να με πενθήσουν. Οι πιο κοντινοί, πρώτου βαθμού συγγενείς πίσω από τα γυαλιά ηλίου θα βρέχουν το χώμα ίσα –ίσα (δύναται σε στιγμές έντασης) που θ’ αχνίζει μέσα στο κατακαλόκαιρο. Πιο πίσω, στη δεύτερη σειρά, οι φίλοι, οι καλοί, θα ‘χουν έναν κόμπο στο στήθος, όσοι απέμειναν, δυο όλοι κι όλοι, γιατί καλά τους φέρθηκα, σταράτα κι ωραία. Πιο πέρα ακόμα, κάτω από τα πεύκα, πηγαδάκια κάθε λογής. Κάποιοι χωρίς να χάσουν την παράδοση ανάλογων πένθιμων στιγμών, θα λένε με κάποια σιγουριά, πως είχα αυτό ή το άλλο, με κατάληξη σταθερής αξίας, το ποιος το περίμενε;  Οι περισσότεροι θα ‘χουν τις ίδιες συζητήσεις των καφενείων, της εποχής τα δρώμενα, για τους φόρους, τα τέκνα πως πορεύονται, για το πώς έχει η ζωή, τι είμαστε, τι δεν είμαστε; Χαμόγελα, φυσήματα, ευαισθησίες και φιλοσοφίες του κώλου, τσιγάρα, υποσχέσεις να τα ξαναπούν και τα μανίκια ν’ ανασηκώνονται σιγοψιθυρίζοντας στα μέσα τους πως αργεί τούτος ο παπάς. Κάνει και μια ζέστη.
Μια πρώην μου, που ‘χα μεγάλο έρωτα στα τριάντα μου, θα έχει μείνει μόνη πίσω από όλους, δεν την περίμενα. Αλήθεια πώς να το έμαθε; Πενθεί μ’ ένα κρυφό, βαρύ λυγμό που δονεί το χώμα, εξ ‘ου και τούτη δω η εξιστόρηση, είχε ενδιαφέρον τούτη δω η κηδεία, έστω κι αν δυσκολεύτηκα να ξετινάξω τούτο το χώμα από το στεγνό μου στόμα.

Δημήτρης Ι. Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου