Σάββατο 13 Μαΐου 2017



Ηθελημένος εκτροχιασμός. Μεταφέρεις το βάρος του εγκεφάλου έξω από τις ράγες, για ν’ αντέξεις τα πάντα. Αυτήν τη φοράς πας αρκετά πίσω.
Η Ελισάβετ, με περιμένει στο στοιχειωμένο σπίτι, ποτέ της δεν περνούσε το κατώφλι. Να ξέρεις, μόνη δε μπαίνω. Όλα τα φιλιά της εφηβείας, πάρθηκαν κάτω από δοκάρια που είχαν ρωγμές ουρανού, πίσω από τσιμεντόλιθο με τρύπες, βολικές ήσαν, για να ρίχνουμε που και που κλεφτές ματιές, κάτω από ελιές, σε απόμακρες παραλίες με ματωμένα γόνατα, υγρά χείλη και τα πρώτα – πρώτα φουντώματα, οι πρώτες απορίες, τα πρώτα διλλήματα και τα πιστεύω του έρωτα, αληθινά και πυρωμένα.
Με την Άννα όμως, είχαμε βρεθεί την εποχή του σεισμού. Γυμνάσιο, πίσω από την τελευταία στρατιωτική σκηνή, δίπλα σε μια συκιά, πάνω στο φράκτη μου έμεινε ένα κομμάτι από το φόρεμά της, την ώρα που ο τσιλιαδόρος αδερφός, σφύριξε μπουκωμένος. Ένα εικοσάρικο τη φορά μου έπαιρνε ο μαυραγορίτης.
Μα η Αρετή, ήταν το θείο δώρο, είχε έρθει από μια πόλη μακρινή, είχε αέρα δροσερό, αέρα ζεστό, χείλη φρούτου δάσους, χείλη ροδοκόκκινα, δίχρωμα, πολύχρωμα, είχε όσα ήθελα να δω.
Κι υπήρχε κι εκείνη, πριν τελειώσω το σχολείο. Η πρώτη αίσθηση της απόγνωσης, η πρώτη γεύση να μην έχει ο ένας τον άλλον. Ο έρωτας μέσα από τα μάτια, το θέλω και σε θέλω που δεν ειπώθηκε. Ο πρώτος απαγορευμένος καρπός, που χάθηκε τέλη Μαΐου, μιας άλλης εποχής.
Δημήτρης Ι. Ευθυμίου




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου